Ο φετινός εορτασμός την
Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος μας βρίσκει στο μέσο μιας πρωτόγνωρης
υγειονομικής κρίσης. Το shutdown που προκάλεσε έχει οδηγήσει σε μια οικονομική
και κοινωνική κρίση της οποίας η εξέλιξη και τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμα
γνωστά.
Δεν είναι λίγες οι φωνές των
ειδικών που υποστηρίζουν ότι η σημερινή πανδημία είναι συνέπεια της μείωσης των
φυσικών ενδιαιτημάτων (πχ. περιοχές Natura), που είναι απαραίτητα για την
υποστήριξη της άγριας ζωής. Η μείωση των περιοχών αυτών οφείλεται τόσο στην
«βουλιμία» των αναπτυξιακών δυνάμεων να συντηρήσουν τις αυξήσεις ΑΕΠ και
κερδών, όσο και στη πίεση για επιβίωση ενός συνεχώς αυξανόμενου ποσοστού
περιθωριοποιημένων πολιτών, ειδικά στις ήδη περιβαλλοντικά ευάλωτες περιοχές
του πλανήτη. Έτσι υποβαθμίζονται διαρκώς οι δωρεάν υπηρεσίες της φύσης προς τον
άνθρωπο, όπως η δυνατότητα παραγωγής τροφής σε καλλιεργήσιμα εδάφη, η φυσική
διαχείριση του κύκλου του νερού και του αέρα, η επικονίαση των φυτών από
έντομα, η αναψυχή στη φύση κλπ.
Η αυξανόμενη κλιματική αλλαγή
με ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές (ξηρασία και
ερημοποίηση, εκτεταμένες πυρκαγιές, θύελλες και τυφώνες, πλημμύρες, κ.λπ.)
αυξάνει ακόμη περισσότερο τις πιέσεις αυτές. Η κλιματική αλλαγή θα προκαλέσει
επιπτώσεις που θα είναι αισθητές σε βάθος δεκαετιών έως και αιώνων
παρουσιάζοντας πολύ πιο εκτεταμένες και παρατεταμένες επιπτώσεις σε σύγκριση με
την πανδημία. Η υγειονομική κρίση αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο της
ανθεκτικότητας του περιβάλλοντος στην επιβίωση μας.
Είναι πλέον προφανές ότι η
ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών διαχρονικά πρέπει να γίνεται
εντός των ορίων αντοχής του οικοσυστήματος, δηλαδή του συστήματος που
υποστηρίζει τη ζωή παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για την
επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Το ερώτημα όμως της διατήρησης
του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης έχει ήδη τεθεί από πολλούς εμπειρογνώμονες.
Αμφισβητούν σταθερά αν θα μας οδηγήσει σε ένα ασφαλές «αύριο» ένα μοντέλο που
δίνει προτεραιότητα στη λειτουργία της αγοράς και στην χωρίς όρια μεγέθυνση.
Μια μεγέθυνση που για να υπάρξει, χρειάζεται ο άνθρωπος να καταναλώνει κάθε
χρόνο φυσικούς πόρους 1,7 φορά περισσότερους από αυτούς που διαθέτει ο πλανήτης
μας, υπονομεύοντας έτσι όχι γενικά το μέλλον των επόμενων γενεών, αλλά των
ίδιων των παιδιών μας.
Σήμερα 42 χρόνια μετά την
καθιέρωση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη» στη παγκόσμια ατζέντα, έννοια που έχει
διαχυθεί με υπερβολικό τρόπο στον λόγο πολιτικών, πολιτικολογούντων και ΜΜΕ,
συνειδητοποιούμε ότι ελάχιστα έχει επηρεάσει την εφαρμοζόμενη πολιτική. Αποτέλεσμα
οι 17 παγκόσμιοι στόχοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη του 2030, που υιοθετήθηκαν από
τον ΟΗΕ το 2015 (SDGs’ 2030), και αφορούν στην εξάλειψη της φτώχιας, στη μείωση
των ανισοτήτων και στην αξιοπρεπή εργασία αλλά και στην υπεύθυνη παραγωγή και
κατανάλωση, στη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε στεριά και θάλασσα κ.α., να
φαίνονται πιο μακρινοί από ποτέ.
Ανησυχίες έχουν εκφραστεί δημόσια
σχετικά και με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Της πρώτης
ολιστικής στρατηγικής για την κλιματική μετάβαση και την προστασία του
περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Ορατός ο κίνδυνος να γενικευθούν
αποφάσεις αναστολής ή απορρύθμισης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας για τη
διευκόλυνση της οικονομικής ανάκαμψης στην μετά covid-19 εποχή. Μια ανάκαμψη
που «απειλεί» να διατηρήσει το αναπτυξιακό status quo που βιώνουμε τις
τελευταίες δεκαετίες με την πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα μετά τη
ψήφιση του πρόσφατου νόμου για τον «εκσυγχρονισμό» της περιβαλλοντικής
νομοθεσίας ο κίνδυνος αυτός είναι περισσότερο από ποτέ ορατός. Στον νόμο
αυτόν ως εκσυγχρονισμός νοείται η επιστροφή στη λογική ότι το περιβάλλον
αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που θα κινείται στον
αντίποδα των παγκόσμιων στόχων, αφού βασίζεται στην έντονη χρήση των φυσικών
πόρων -και ιδιαίτερα του εδάφους μέσα από το real estate-, στο φτηνό εργατικό
δυναμικό και σε δραστηριότητες που ενσωματώνουν περιορισμένη τεχνογνωσία. Ένα
αναπτυξιακό μοντέλο που είναι υπαίτιο σε μεγάλο βαθμό για το δημοσιονομικό
εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας που ζούμε εδώ και κάποια χρόνια, αφού
δημιούργησε μια ευάλωτη, μη ανταγωνιστική, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και
εσωστρεφή οικονομία. Μια οικονομία που είναι βασισμένη κυρίως στην εσωτερική,
τεχνητά υποστηριζόμενη ζήτηση υπηρεσιών ιδιωτικής κατανάλωσης (πχ. εμπόριο,
εστίαση).
Ακόμη και ο τουρισμός, η λεγόμενη
«βαριά βιομηχανία» της χώρας, έχει εγκλωβιστεί σε αυτό το μοντέλο της μαζικής
και φτηνής παραγωγής και κερδοφορεί εξωτερικεύοντας τα κόστη του στην κοινωνία
και στο περιβάλλον. Την ίδια στιγμή το πλούσιο και ιδιαίτερο περιβάλλον της
χώρας μας και το μοναδικό διαχρονικό πολιτιστικό κεφάλαιο της παραμένουν ως
δωρεάν «ντεκόρ», θυσία στο βωμό ενός συνειδητά επιδιωκόμενου αυξημένου αριθμού
επισκεπτών, αντί να αξιοποιηθούν στη βάση μιας διαφορετικής, βιώσιμης ανάπτυξης
του τουρισμού.
Η στρατηγική αυτή θεωρεί το
περιβάλλον, όχι ως οικοσύστημα μέσα στο οποίο ο άνθρωπος συμβιώνει με τα
υπόλοιπα είδη και αντλεί μεγάλο κομμάτι της ευημερίας του, αλλά, ως άθροισμα
δωρεάν ή φτηνών πρώτων υλών από τις οποίες «ελέω Θεού» μπορεί να αντλείται η
μέγιστη δυνατή υπεραξία με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών.
Ο φετινός εορτασμός της
Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαντληθεί σε
«πανηγυρικούς» λόγους δίχως αύριο. Ειδικά από εκείνους που καθημερινά
λειτουργούν σε βάρος του. Οφείλει να αποτελέσει αφορμή ώστε να ξεκινήσουμε σε
τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, μια συνειδητή αλλαγή πορείας ώστε να
πετύχουμε τους παγκόσμιους στόχους του 2030. Δεν χρειάζεται να περάσουμε και
άλλες πανδημίες για να το συνειδητοποιήσουμε.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΕΝΘΕΤΟ ΝΗΣΙΔΕΣ
ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου