ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Γιάννης Σπιλάνης, Επ. Καθηγητής Τμήματος Περιβάλλοντος
Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Η σχέση του τουρισμού με το περιβάλλον είναι άμεση, καθώς το περιβάλλον αποτελεί τον κατεξοχήν πόρο-θέλγητρο για την τουριστική δραστηριότητα. Είναι το στοιχείο που εμπλουτίζει την ελκυστικότητα ενός προορισμού. Ως περιβάλλον θεωρείται το φυσικό και το δομημένο-πολιτιστικό περιβάλλον, δηλαδή τόσο τα στοιχεία της φύσης (βιοτικά και αβιοτικά)- το κλίμα και ο καιρός, η γη και τα εδάφη της, η τοπογραφία, η γεωλογία, το νερό, η πανίδα, η χλωρίδα και τα οικοσυστήματα, όσο και τα ανθρωπογενή στοιχεία, κυρίως όλα τα είδη κτιρίων και τα οικιστικά σύνολα, καθώς και οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί χώροι. Ο τουρισμός μπορεί να δημιουργήσει θετικές, αρνητικές ή μη υπολογίσιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον ανάλογα με το πώς έχει σχεδιαστεί και εφαρμοστεί η ανάπτυξη του και ανάλογα με το μοντέλο ανάπτυξης που έχει ακολουθηθεί.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι αποτέλεσμα των πιέσεων που δημιουργεί ο τουρισμός στο περιβάλλον, δεδομένου ότι, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, χρειάζεται (μαζί με το κεφάλαιο και το ανθρώπινο δυναμικό) γη και φυσικούς πόρους ως εισροές για την παραγωγική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών παράγονται και κάθε είδους απόβλητα. Το «πρασίνισμα» του τουρισμού έχει ως στόχο την μείωση των πιέσεων προς το περιβάλλον μέσα από τη βελτίωση των επιδόσεων των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ο στόχος αυτός εξυπηρετείται και από την αξιοποίηση των φυσικών πόρων για την δημιουργία τουριστικών προϊόντων ειδικού ενδιαφέροντος.

Οι περιβαλλοντικές πιέσεις που προέρχονται από τον τουρισμό είναι δύο ειδών:
-          οι μόνιμες που προέρχονται από τη δημιουργία τουριστικών υποδομών και ανωδομών, αλλά και των γενικών υποδομών που χρησιμοποιούνται από τον τουρισμό. Οι κατασκευές αυτές αλλάζουν τις χρήσεις γης, «αστικοποιώντας» το περιβάλλον, δημιουργώντας επιπτώσεις τόσο στο τοπίο (σε ό,τι αφορά στις εκτός οικισμών περιοχές), όσο και στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος (εντός οικισμού παρεμβάσεις).
Ισχυρότερες πιέσεις από τον τουρισμό δέχονται οι οικολογικά ευαίσθητες περιοχές όπως τα νησιά, οι παράκτιες και οι ορεινές περιοχές. Ειδικότερα στην Ελλάδα οι νησιωτικές περιοχές συγκεντρώνουν περισσότερο από το 60% της τουριστικής δραστηριότητας.

Κατά συνέπεια οι επιπτώσεις στο περιβάλλον είναι χωρικά εστιασμένες και αφορούν:
-                      την υποβάθμιση του τοπίου και την αλλοίωση των πολιτιστικών χαρακτηριστικών και μνημείων που έχουν σημαντική επίπτωση στην ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας και έχουν υποβαθμίσει άμεσα την ποιότητα του παρεχόμενου τουριστικού προϊόντος,
-                      την υποβάθμιση της φύσης (κυρίως των περιοχών με ειδικό ενδιαφέρον για τη βιοποικιλότητά τους) που δεν έχουν επιπτώσεις μόνο στην ικανότητα του περιβάλλοντος να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και του τουρισμού να αναπτύξει νέα προϊόντα ειδικού ενδιαφέροντος και υψηλής προστιθέμενης αξίας,
-                      την ενίσχυση της τάσης απερήμωσης -ειδικά στη μεσογειακή λεκάνη- που θα έχει σοβαρότατες συνέπειες στην ικανότητα συντήρησης της ζωής σε μεγάλες περιοχές, ειδικά αν συνεχιστούν οι κλιματικές αλλαγές,
-                      την μείωση των υδατικών αποθεμάτων και την καταστροφή του υδροφόρου ορίζοντα σε πολλές νησιωτικές και παράκτιες περιοχές, που οδηγεί εκτός από οικολογικές διαταραχές σε έργα υψηλού κόστους.

Η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων μπορεί να επιτευχθεί είτε (α) μέσα από αμιγώς περιβαλλοντικές πολιτικές, οι οποίες βρίσκουν εφαρμογή στον τουρισμό, είτε (β) μέσα από τουριστικές πολιτικές, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα περιβαλλοντικά προβλήματα και αξιοποιούν τους περιβαλλοντικούς πόρους.
Στην πρώτη περίπτωση:
Ø  ο χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί μία κατεξοχήν περιβαλλοντική πολιτική, η οποία στοχεύει στο να περιορίσει τα κακώς κείμενα του τουρισμού, με το να θέτει όρους και κανόνες για τη δόμηση, τη χωροθέτηση των μονάδων κλπ, βάσει και περιβαλλοντικών κριτηρίων. Βασικός στόχος της χωροταξίας είναι να αντιμετωπίσει εκ των προτέρων τα περιβαλλοντικά θέματα, να χωροθετήσει δηλαδή με τέτοιο τρόπο τις μονάδες και τις δραστηριότητες, ώστε να μην προκύψουν προβλήματα στο περιβάλλον του προορισμού. Ένας χωροταξικός σχεδιασμός για τον τουρισμό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το τοπίο και να μην το αλλοιώνει, τα σημαντικά φυσικά και πολιτιστικά μνημεία της περιοχής, ούτως ώστε να τα αξιοποιεί αλλά να μην τα υποβαθμίζει, την φέρουσα ικανότητα των προορισμών ώστε να μην την υπερβαίνει κλπ.
Ø  η αξιοποίηση των αρχών της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των τουριστικών μονάδων σε ότι αφορά στη χρήση ενέργειας. Βάσει των αρχών αυτών επιτυγχάνεται η μείωση των απωλειών θερμότητας και η αύξηση της φυσικής σκίασης, έτσι ώστε να απαιτείται πολύ λιγότερη ενέργεια για την ψύξη/ θέρμανση των μονάδων, με την αντίστοιχη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Ø  η υιοθέτηση των συστημάτων περιβαλλοντικής πιστοποίησης – διαχείρισης μπορεί επίσης να συμβάλει στη μείωση των περιβαλλοντικών πιέσεων των τουριστικών μονάδων. Σύμφωνα με τις αρχές των συστημάτων αυτών (π.χ. EMAS, ISO 14001, τοπική σύμφωνα ποιότητας κ.λπ.) επιτυγχάνεται η μείωση στη χρήση νερού, ενέργειας, χημικών απορρυπαντικών, η μείωση της ποσότητας των παραγόμενων απορριμμάτων και αποβλήτων κ.λπ. Οι δράσεις αυτές στοχεύουν εκτός της περιβαλλοντικής προστασίας και στη μείωση του λειτουργικού κόστους των μονάδων, αλλά και στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας τους προς τους τουρίστες-καταναλωτές.

Στη δεύτερη περίπτωση:
Ø  η αξιοποίηση των προστατευόμενων περιοχών και η ανάδειξή τους ως τουριστικά προϊόντα αποτελεί συνήθη διεθνή πρακτική, όπου με την ανάπτυξη μορφών τουρισμού ειδικού ενδιαφέροντος με κέντρο το περιβάλλον, μπορούν να συμβάλλουν: στη διατήρησή του περιβάλλοντος, στη διαφοροποίηση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος, την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, στη ενίσχυση και στην διαφοροποίηση της απασχόλησης με πχ. τη δημιουργία Κέντρων Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης, τη πώληση τοπικών προϊόντων, την εισαγωγή καινοτόμων διαδικασιών παραγωγής αγαθών-υπηρεσιών, τη διαχείριση πόρων κ.λπ. Επιτυχημένα παραδείγματα ειδικών μορφών τουρισμού που αναδεικνύουν το περιβάλλον αποτελούν: η παρακολούθηση πουλιών και γενικότερα της φύσης, η ανάδειξη παραδοσιακών επαγγελμάτων-δραστηριοτήτων συνδεδεμένων με τη φύση, η ανάπτυξη περιπατητικού τουρισμού με τη συντήρηση των μονοπατιών με ταυτόχρονη ανάδειξη και άλλων στοιχείων της φύσης και του πολιτισμού, η ανάπτυξη του αγροτουρισμού με τη διατήρηση παλαιών κτισμάτων, της τοπικής γεωργικής παραγωγής μικρής κλίμακας και παραδοσιακών μονάδων και διαδικασιών επεξεργασίας τοπικών πρώτων υλών κ.λπ.
Ø  η αξιοποίηση της τοπικής βιοποικιλότητας για τη παραγωγή τοπικών προϊόντων από παραγωγικές μονάδες μικρής κλίμακας, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στις περιβαλλοντικές συνθήκες και στο τοπίο της περιοχής.

Τα παραπάνω μπορούν να επιτευχθούν με:
- ενεργοποίηση των φορέων των προορισμών, ώστε η αξιοποίηση του νομοθετικού πλαισίου (πχ. Σχέδια χρήσεων γης, σχέδια διαχείρισης υδατικών πόρων, προώθηση συστημάτων ανακύκλωσης…) να επιτρέψει ταυτόχρονα την προστασία των περιβαλλοντικών πόρων και τη βελτίωση του παραγόμενου τουριστικού προϊόντος. Εργαλεία όπως τα Τοπικά Σύμφωνα Ποιότητας, η Local Agenda 21, τα ΣΧΟΟΑΠ και τα ΓΠΣ επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων μέσα από τη διαβούλευση των τοπικών κοινωνιών.
- προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο, ώστε να τεθούν οι βασικές αρχές προστασίας του περιβάλλοντος και να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί παρακολούθησης και ελέγχου, τόσο στη φάση της κατασκευής, όσο και στην περίοδο λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων.

Το «πρασίνισμα» των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αποτελεί σήμερα μονόδρομο για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Το «πρασίνισμα» του τουρισμού αποτελεί και ευκαιρία για στροφή σε άλλο μοντέλο ανάπτυξης.  

ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/6/10
Η ελληνική οικονομική κρίση και η διερεύνηση διεξόδων


Μέρος 1ο : Τα αίτια της κρίσης

Η οικονομική κρίση που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο στη χώρα μας είναι συνδυασμός τουλάχιστον τριών παραγόντων:
- της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που προσπαθώντας να εξασφαλίσει όλο και μεγαλύτερα βραχυπρόθεσμα κέρδη στο κερδοσκοπικό και τραπεζικό κεφάλαιο και στους «λειτουργούς» του (golden boys) οδήγησε σε πλήρη ανισορροπία μεταξύ πραγματικής και λογιστικής οικονομίας. Η ιδεολογική επικράτηση του νέο-φιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή μετακίνηση του κέντρου βάρους από την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων και την πραγματική οικονομία που μπορεί να τις καλύψει, στην ικανοποίηση των αγορών και στην μεγιστοποίηση των αποδόσεων του κεφαλαίου. Η «θεοποίηση» και «θεσμοποίηση» της οικονομικής αποτελεσματικότητας μέσα από την ενδυνάμωση της χωρίς περιορισμούς λειτουργίας των αγορών και ταυτόχρονα τον περιορισμό του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους όχι απλά έχει διευρύνει τις ανισότητες αλλά έχει οδηγήσει αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού του πλανήτη (και ειδικά των αναπτυγμένων χωρών) να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σε μια περίοδο όπου το κράτος θα έπρεπε να διευρύνει τη δράση του ώστε να ενισχύσει τον αναδιεναμητικό του ρόλο, καλείται να μειώσει τα έσοδα του (μείωση φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις) και να περιορίσει τις δαπάνες του (προς τους ασθενέστερους) ώστε να ισορροπήσει τα οικονομικά του (περιορισμός δανεισμού). Την ίδια περίοδο όλο και περισσότερες Υπηρεσίες Δημοσίου Συμφέροντος (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, υγεία, παιδεία, διαχείριση νερού και αποβλήτων κλπ) περνούν από το «αναποτελεσματικό» Δημόσιο στο ιδιωτικό τομέα με στόχο νέα κέρδη (που δεν προέρχονται τόσο από μια καλύτερη οργάνωση όσο από υψηλότερα τιμολόγια και κατάργηση των μην αποδοτικών υπηρεσιών).
Το ξέσπασμα της κρίσης από την αποκάλυψη της οικονομικής φούσκας που δημιουργούσε πλαστή εικόνα ανάπτυξης όχι μόνο δεν οδήγησε σε περιορισμό της ανεξέλεγκτης δράσης  του κερδοσκοπικού και τραπεζικού κεφαλαίου αλλά αντίθετα οδήγησε σε άμεση μεταφορά δημόσιων πόρων για τη στήριξη των ιδρυμάτων που παρέπαιαν και σε «αυστηροποίηση» των κανόνων για τα ελλείμματα του δημοσίου.  Δηλαδή οι υπαίτιοι της κρίσης τελικά επέβαλαν και τους κανόνες του παιχνιδιού!!!! Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι αγορές βγαίνουν περισσότερο δυναμωμένες από τη κρίση και ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει πρόταση για εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης. Ούτε η Σοσιαλοδημοκρατία ούτε η Αριστερά έχουν προτάσεις που να πείθουν, όχι βέβαια τις «αγορές», αλλά εκείνους που βιώνουν τη κρίση. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Ευρωκοινοβουλίου αλλά και το γεγονός ότι σήμερα από τις 27 κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι 20 είναι συντηρητικές, ενώ η Αριστερά πιστώνεται με λιγότερο του 10% των ψήφων, δείχνουν πόσο «αδύναμες» είναι οι απόψεις αυτές μέσα στη κοινωνία.    

- της κρίσης της ελληνικής κοινωνίας που αποτυπώνεται σε δημοσιονομική κρίση ως συνδυασμός:
(α) σειράς κυβερνήσεων ευάλωτων για κάθε είδους «ρυθμίσεις» (φορολογικές και  ασφαλιστικές ρυθμίσεις, ρυθμίσεις για προμήθειες και έργα κλπ) δαπάνες και διορισμούς υπέρ των ισχυρών ομάδων πίεσης και των πολιτικών φίλων που μείωσαν τις εισπράξεις του κράτους και αύξησαν τις δαπάνες χωρίς να υπάρχει αναπτυξιακό αποτέλεσμα,
(β) ενός κρατικού μηχανισμού αυταρχικού, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου που εξασφαλίζει «πρόσθετα εισοδήματα» σε ιδίους και ημετέρους, αφήνοντας όμως άδεια τα κρατικά ταμεία και βάζοντας αναρίθμητα εμπόδια σε όποια εποικοδομητική προσπάθεια και τέλος
(γ) μιας κοινωνίας (ή καλύτερα ενός αθροίσματος ατόμων χωρίς συνοχή και κοινούς στόχους) που έχει εθιστεί στο να διευρύνει την οικονομική της ευημερία σε βάρος των άλλων (των «κουτόφραγκων», του κράτους, του περιβάλλοντος, των πιο αδύναμων μελών της).

- της κρίσης της παρασιτικής, κερδοσκοπικής και αντιπαραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας που ποτέ δεν απέκτησε γερές παραγωγικές ρίζες ώστε να είναι ανταγωνιστική. Η συνεχής συρρίκνωση των ανταγωνιστικών (εξαγωγικών) κλάδων οδηγεί μαθηματικά σε μείωση του ΑΕΠ, μείωση που μπορεί προσωρινά να ανακόψει η υψηλή καταναλωτική δαπάνη βασισμένη σε δανεισμό (εθνικό και ατομικό). Στη περίπτωση της χώρας μας οι επιδοτήσεις (ευρωπαϊκές και εθνικές) και η ρευστότητα από την υπεξαίρεση του δημόσιου πλούτου -που στράφηκαν κύρια στη κατανάλωση και στην απόκτηση πάγιων αγαθών (πχ. αυτοκίνητα, ακίνητα)- συνέβαλλαν προς αυτή τη κατεύθυνση. Τώρα όμως τι γίνεται;

Αν και οι 2 τελευταίοι παράγοντες έχουν βαθιές τις ρίζες τους στο χρόνο, η διακυβέρνηση Καραμανλή τους έδωσε διαστάσεις εκρηκτικές με αποτέλεσμα να σκάσουν σαν ατομική βόμβα στα χέρια μας.


Μέρος2ο: Η αναγκαιότητα για αλλαγή οικονομικού μοντέλου

Η πραγματικότητα απέναντι στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν το υπερβολικά υψηλό έλλειμμα του Δημοσίου Τομέα, τα άδεια ταμεία που επέβαλαν άμεσο δανεισμό τόσο για τη κάλυψη των άμεσων δαπανών του Προϋπολογισμού (μισθών και συντάξεων συμπεριλαμβανόμενων) όσο και την πληρωμή προηγούμενων δανείων. Η δήλωση Προβόπουλου ότι είχε ενημερώσει Καραμανλή-Παπανδρέου για τη κατάσταση του ελλείμματος το περασμένο Σεπτέμβριο είναι σήμερα άνευ αξίας. Χωρίς να αποτελεί δικαιολογία για το ΠΑΣΟΚ, η δήλωση αυτή μάλλον επιβαρύνει την θέση του ως επικεφαλής μιας ανεξάρτητης αρχής – της Τράπεζας της Ελλάδας - που έπρεπε να ενημερώσει εγκαίρως και με στοιχεία τον ελληνικό λαό, ενώ εκείνος λειτούργησε ως μυστικο-σύμβουλος των κομμάτων εξουσίας.

Η Κυβέρνηση φαίνεται ότι αιφνιδιάστηκε σε τρία επίπεδα που αφορούσαν: το ύψος του ελλείμματος που καθιστούσε απαραίτητο και άμεσο τον υψηλό δανεισμό, την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ζήτησε από την «κατ’ εξακολούθηση ψευδόμενη» Ελλάδα να λύσει το πρόβλημα μόνη της χωρίς την κοινοτική αλληλεγγύη και την σφοδρή επίθεση των αγορών που εκτόξευσαν τα επιτόκια δανεισμού σε ύψη απαγορευτικά συμπεριφερόμενοι ως κοινοί τοκογλύφοι. Στο έργο τους αυτό συνεπικουρούνται από τους «Οίκους Αξιολόγησης» που υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και των τραπεζών της. Είναι οι ίδιοι οίκοι που το 2007-8 βαθμολογούσαν με άριστα τις τράπεζες των ΗΠΑ την προηγούμενη ημέρα από την χρεοκοπία τους κερδίζονται τεράστια ποσά για τις «υψηλής ποιότητας» υπηρεσίες τους!!!!
   
Μπροστά σ’αυτή τη πραγματικότητα και κάτω από τις πιέσεις των πιστωτών και των Κυβερνήσεων τους που χρησιμοποίησαν ως κύριο επιχείρημα την αναξιοπιστία της χώρας (άλλωστε και άλλες χώρες έχουν υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος), η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε πολλές λύσεις: η κήρυξη χρεοκοπίας και στάσης πληρωμών που συνοδεύεται από κάθετη μείωση του βιοτικού επιπέδου (πολύ ισχυρότερη από αυτήν που προκαλούν τα σημερινά μέτρα) δεν προτάθηκε πρακτικά από καμία πλευρά. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους ακούστηκε περισσότερο, αλλά προφανώς «αποκλείστηκε» (τουλάχιστον προς το παρόν) από τους δανειστές για δύο λόγους: (α) όχι μόνο δεν ήθελαν να υποστούν ζημίες από την ελληνική κρίση, αλλά αντίθετα επιδιώκουν να κερδίσουν ακόμη περισσότερο ειδικά σε περίοδο οικονομικής ρευστότητας και (β) ήθελαν να πιέσουν αφόρητα τη Κυβέρνηση για να λάβει αυστηρότατα μέτρα περικοπών των δαπανών στον δημόσιο τομέα ώστε να εξασφαλίσουν την ομαλή ροή αποπληρωμής των δανείων για τα επόμενα χρόνια. Πάντως να υπογραμμιστεί ότι και αυτή η λύση –όπως και οποιαδήποτε άλλη μέσα σε αυτή τη συγκυρία- θα είχε ως απαραίτητο συμπλήρωμα τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών με τους ίδιους αποδέκτες.

Η λύση που «επιλέχθηκε» τελικά ήταν μια «ελεγχόμενη» χρεοκοπία με ένα μείγμα  δανεισμού με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια από τον Μηχανισμό Στήριξης και υψηλές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες που πλήττουν άμεσα το σύνολο των εργαζομένων και των συνταξιούχων (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, μελλοντικές συντάξεις), ενώ ενισχύουν και επιμηκύνουν χρονικά την ύφεση στην οποία έχει εισέλθει η Ελλάδα από το 2009.

Υπήρχε άλλη λύση; Ακούστηκε από πολλούς σοβαρούς αναλυτές ότι προτεραιότητα είναι η έξοδος από την ύφεση και επομένως χρειάζεται αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας. Εδώ τίθενται δύο ερωτήματα:
-          έχει σήμερα η Ελλάδα πραγματική παραγωγική-ανταγωνιστική οικονομία; Κανείς δεν τολμά να το υποστηρίξει, ούτε καν οι επιχειρηματίες που άλλωστε είναι (άμεσα ή έμμεσα) κρατικοδίαιτοι!!!! Ολοι υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού, βελτίωση της παραγωγικότητας, της καινοτομικής ικανότητας της οικονομίας, νέες πολιτικές για την ενέργεια, το περιβάλλον, τη βιομηχανία, τη γεωργία, τις ΜΜΕ, τον τουρισμό κλπ. Όμως τα μέτρα αυτά που καθυστέρησαν περισσότερο από 20 χρόνια δεν αποδίδουν από τη μια μέρα στην άλλη. Το χρόνο που είχαμε στη διάθεση μας για το σκοπό αυτό τα χρόνια που πέρασαν τον χάσαμε, όπως άλλωστε και τα χρήματα που πήγαν είτε στην κατανάλωση (στη καλύτερη περίπτωση), είτε σε διάφορες «τσέπες».
-          έχει η Ελλάδα το χρόνο να αναδιαρθρώσει τόσο το φορολογικό της σύστημα  (ώστε να γίνει κοινωνικά δίκαιο) όσο και τους ελεγκτικούς και εισπρακτικούς μηχανισμούς ώστε να εισπράξει εδώ και τώρα τα ποσά που εδώ και χρόνια έχουν υπεξαιρέσει ορισμένοι πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες; Η απάντηση είναι αρνητική, αφού χρειάζονταν άμεσα «ζεστό χρήμα» που εξασφαλίζει μόνο η περικοπή δαπανών. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία το θέλει πραγματικά –και θα κριθεί γι’αυτό- η απόδοση των όποιων μέτρων θα καθυστερήσει. Αν όμως τα μέτρα αποδώσουν, τότε το περί δικαίου αίσθημα θα ικανοποιηθεί και θα υπάρξουν σοβαρά περιθώρια για ουσιαστική αλλαγή της σημερινής πολιτικής με μια πολιτική ενίσχυσης της ανάπτυξης και των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.

Η άποψη μας είναι ότι στη σημερινή συγκυρία λύση που να προασπίζει τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των «μη εχόντων και μη κατεχόντων» δεν υπάρχει μέσα στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο. Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση δεν έχει άλλο στόχο από την αναδιανομή του εισοδήματος προς την άλλη κατεύθυνση και μόνο όταν η συγκυρία ευνοεί «μοιράζει» αγοραστική δύναμη. Μια ουσιαστικά διαφορετική πολιτική προϋποθέτει ότι τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο η κυρίαρχη άποψη θα ήταν διαφορετική. Προϋπόθεση που δεν υφίσταται, το αντίθετο μάλιστα: όλες οι μεγάλες χώρες ετοιμάζονται να ενισχύσουν τα μέτρα λιτότητας στις χώρες τους «αξιοποιώντας» το παράδειγμα της Ελλάδας. Καμία συγκροτημένη αντίθετη άποψη στο κυρίαρχο μοντέλο δεν φαίνεται να υπάρχει, ενώ ούτε το σλόγκαν «δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση τους» που ακούγεται σε διάφορες παραλλαγές από αριστερά κόμματα ανά την Ευρώπη (τη δυτική μόνο γιατί οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης ακόμη τρέμουν τις «σοσιαλιστικές πολιτικές» του πρόσφατου παρελθόντος).φαίνεται να πείθει τους πολίτες που «καταφεύγουν» σε ακόμη συντηρητικότερες οικονομικο-πολιτικές επιλογές.

Όμως τίποτα δεν θα αλλάξει αν οι πολίτες δεν πεισθούν για κάτι βασικό: ότι η έννοια της ευημερίας δεν ταυτίζεται με περισσότερα εισοδήματα, με μεγαλύτερο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Πρέπει να πεισθούν ότι το «αμερικανικό όνειρο» είναι για λίγους, ενώ οι πολλοί ζουν και θα ζουν το «αμερικανικό δράμα»: χωρίς καθόλου ή με χαμηλά εισοδήματα, χωρίς ή με χαμηλής ποιότητας κατοικία, χωρίς κοινωνικό δίχτυ προστασίας (όπως πχ. είναι οι δωρεάν υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος που απολάμβαναν για πολλές δεκαετίες οι πολίτες στις σοσιαλο-δημοκρατίες κυρίως των σκανδιναβικών χωρών) αλλά με ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες, σε ένα περιβάλλον που επιδεινώνει τη ποιότητα ζωής και πολλά άλλα που τελικά υποσκάπτουν την πραγματική ευημερία.

    
Μέρος 3ο: Η Βιώσιμη Ανάπτυξη αποτελεί εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο;

Παράλληλα με την οικονομική κρίση συνεχίζει να εντείνεται η περιβαλλοντική κρίση. Οι αλλεπάλληλες εκθέσεις όλων ανεξαιρέτως των διεθνών οργανισμών –που το τελευταίο που μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς είναι η «εναλλακτική» τους προσέγγιση – υπογραμμίζουν ότι η διατάραξη των λειτουργιών του οικοσυστήματος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που δημιουργεί προβλήματα με αιχμή του δόρατος αυτά που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή και υποσκάπτουν αυτή καθ’ αυτή την οικονομική πρόοδο. Κατά συνέπεια, οι όποιες σκέψεις για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης πρέπει να συμπεριλάβει απαραίτητα και τα θέματα περιβάλλοντος.

Η εμφάνιση της έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης πριν 20 περίπου χρόνια δημιούργησε αρχικά ευφορία για τη δυνατότητα συνδυασμού οικονομικής ανάπτυξης και διατήρησης του περιβάλλοντος με στόχο την κοινωνική ευημερία. Η έννοια ήρθε ως αμφισβήτηση της έννοιας της οικονομικής ανάπτυξης που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη σταθερή μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Άλλωστε, με βάση τον τρόπο υπολογισμού του, το ΑΕΠ που μετρά μόνο ό,τι παράγεται και διακινείται μέσα από την αγορά δεν μπορεί να θεωρείται ως ο βασικός δείκτης ευημερίας, αλλά απλά ένας δείκτης παραγωγής.

Την ίδια περίοδο οι οικονομικές πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο «θεοποιούν» την αποτελεσματικότητα των αγορών σε βάρος της μη αποτελεσματικής κρατικής ρύθμισης εστιάζοντας την προσοχή τους στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ενώ η μεγιστοποίηση των επιχειρηματικών κερδών αντικατέστησε το στόχο της κοινωνικής ευημερίας (βλέπε απασχόληση, εισοδήματα). Η διείσδυση των περιβαλλοντικών «ανησυχιών» στο οικονομικό οικοδόμημα, παρά την υπέρμετρη χρήση του όρου της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε τομείς όπου δεν διαταράσσεται η «παντοκρατορία» της αγοράς, αλλά αντίθετα δημιουργεί ευκαιρίες για περισσότερα κέρδη στους καινοτόμους που υιοθετούν νέες «καθαρές» τεχνολογίες και παράγουν προϊόντα φιλικά ως προς το περιβάλλον. Όμως, η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι κατάλληλη για να υποστηρίξει μια εντελώς διαφορετική πολιτική, ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης και δεν αποτελεί ένα «πράσινο» άλλοθι στον νεοφιλελευθερισμό. Η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης «εισέβαλε» στο επιστημονικό λεξιλόγιο αλλά και στην καθημερινή συζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν τα περιβαλλοντικά προβλήματα φαινόταν να παίρνουν σημαντικές διαστάσεις και άρχισαν να απειλούν την ευημερία των κατοίκων του πλανήτη μας. Η έκθεση της Επιτροπής Brundtland όρισε τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ως «την ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακινδυνεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Η έννοια των «αναγκών» αναφέρεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων όπως η ένδυση, η στέγαση, η διατροφή και η εκπαίδευση, στην ικανοποίηση των οποίων πρέπει να δοθεί προτεραιότητα[1]. Η έννοια της ικανοποίησης των αναγκών της παρούσας (ενδογενεακή ισότητα) αλλά και των μελλοντικών γενεών αναφέρεται στη μακροχρόνια προοπτική που πρέπει να έχει η ανάπτυξη (διαγενεακή ισότητα). Όμως η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών (βασικών και μη) πρέπει να γίνεται μέσα στα όρια αντοχής του οικοσυστήματος, δηλαδή του συστήματος που υποστηρίζει τη ζωή παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η συνεχής επέκταση του οικονομικού συστήματος επ’ αόριστο, ενώ δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι ήδη χρησιμοποιούμε περισσότερους πόρους απ’ όσους αναπαράγει η φύση (ανανεώσιμοι πόροι), ενώ παράγουμε και περισσότερα απόβλητα απ’ όσα μπορεί να απορροφήσει το οικοσύστημα και ότι αν δεν μειωθεί άμεσα και δραστικά η οικονομική δραστηριότητα, το οικοσύστημα θα καταρρεύσει.

Κατά συνέπεια η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα:
-      οικονομικά αποτελεσματική, δηλαδή να παράγει το μέγιστο του προϊόντος με τις διαθέσιμες εισροές και την υπάρχουσα τεχνολογία, ώστε να μην υπάρχει σπατάλη των πολύτιμων και σε ανεπάρκεια πόρων. Η έννοια αυτή δεν σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να παράγουμε περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή να αυξάνουμε το ΑΕΠ, ενώ εφόσον διαπιστώνεται ότι έχουμε υπερβεί τα οικολογικά όρια η χρήση πόρων πρέπει να μειωθεί.
-      κοινωνικά δίκαια, δηλαδή να διαχέει τα οφέλη σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα πρέπει όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά να καλύπτουν αξιοπρεπώς τουλάχιστον τις βασικές τους ανάγκες. Επομένως, είναι απαραίτητο όπως το παραγωγικό σύστημα προσαρμοστεί, ώστε να τείνει προς εξάλειψη η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι εισοδηματικές ανισότητες, να διευκολύνεται η πρόσβαση σε σωστές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού, αναψυχής και γενικά να ικανοποιούνται τα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
-      περιβαλλοντικά βιώσιμη, δηλαδή να επιτρέπει τη διατήρηση τουλάχιστον του ελάχιστου φυσικού κεφαλαίου που είναι απαραίτητο, ώστε να διατηρούνται οι λειτουργίες του που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία. Η διατήρηση των περιβαλλοντικών λειτουργιών επιτρέπει τόσο την παροχή πόρων (όπως νερό, έδαφος, οξυγόνο), απαραίτητων για την ανθρώπινη ζωή και την παραγωγή αγαθών (πχ. τροφίμων) όσο και την παροχή υπηρεσιών, όπως η αφομοίωση αποβλήτων (πχ. δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, αποδόμηση στερεών αποβλήτων), η ρύθμιση του κλίματος, η επικονίαση, η παροχή υπηρεσιών αναψυχής, η ύπαρξη βιοτόπων ικανών για τη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας, η διατήρηση της τροφικής αλυσίδας κλπ. Η διατάραξη ή ακόμη περισσότερο η αναστολή μιας των λειτουργιών αυτών που παρέχονται δωρεάν στον άνθρωπο δημιουργούν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα, ενώ μπορεί να απειλήσουν αυτή καθαυτή τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη.

Δεν είναι λίγοι που υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι κενή περιεχομένου μια και δεν είναι δυνατόν να συμβαδίσουν οικονομική ανάπτυξη και διατήρηση του περιβάλλοντος, αλλά αποτελεί άλλοθι για όσους δεν θέλουν να ανακόψουν την τάση για παραγωγή συνεχώς περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών προωθώντας ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι «ουτοπία» να αναμένεται ο συμψηφισμός των οικονομικών στόχων με τους περιβαλλοντικούς και τους κοινωνικούς, εξ αιτίας της δύναμης που έχουν οι οικονομικά ισχυροί του πλανήτη. Άλλωστε ουτοπία δεν θεωρείται και η εφαρμογή μιας πραγματικά προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής; Μήπως όμως η σημερινή κρίση πρέπει να κάνει να σκεφτούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο προσέγγισης; Οι μεγάλες κρίσεις δεν φέρνουν και τις μεγάλες ανατροπές; Η εφαρμογή της έννοιας της Βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μια μεγάλη ανατροπή που όμως σήμερα έχει γίνει αναγκαιότητα.

Μάιος 2010


[1] Η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν έχει μόνο κοινωνικό περιεχόμενο μια και έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει στενή αιτιώδης σύνδεση φτώχειας και περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ

Χωρίς καμία αμφιβολία η οικονομική κρίση που ξεκίνησε ως χρηματιστηριακή φούσκα έχει επηρεάσει την πραγματική οικονομία όλων των χωρών, αναπτυγμένων και μη, με εμφανή τα σημάδια σε ότι αφορά τη μείωση των εισοδημάτων και κατά συνέπεια της παραγωγής, το κλείσιμο ή την επιβράδυνση της παραγωγής πολλών επιχειρήσεων με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση των δημόσιων ελλειμμάτων με συνέπεια τη πίεση για μείωση των κρατικών δαπανών.

Οι νησιωτικές οικονομίες – που θεωρούνται ιδιαίτερα εύθραυστες γιατί στηρίζονται σε πολύ περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι ο τουρισμός– δεν ήταν δυνατόν να μην έχουν υποστεί τις συνέπειες αυτές. Αν και τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα είναι ελάχιστα για να τεκμηριωθεί κάποια άποψη, φαίνεται ότι σημαντικότερα προβλήματα εμφανίζονται στα νησιά που έχουν περισσότερο διεθνοποιημένη οικονομία και είναι κατά συνέπεια περισσότερο εκτεθειμένα στις παγκόσμιες ανακατατάξεις. Στα άλλα νησιά όπου κυριαρχούν στρατηγικές επιβίωσης με περιορισμένες ανταλλαγές, οικογενειακή απασχόληση αλλά και χαμηλότερες εισοδηματικές προσδοκίες, η συνέπειες της κρίσης είναι σαφώς ηπιότερες.

Ετσι στη πλειοψηφία τους τα νησιά της Μεσογείου αισθάνθηκαν τις συνέπειες της κρίσης με τη μείωση του διεθνούς τουρισμού: οι «ναυαρχίδες» του μεσογειακού τουρισμού Βαλεαρίδες, Κρήτη, Κύπρος, Μάλτα, Κέρκυρα και Ρόδος είχαν σημαντικότατες απώλειες (διψήφιο ποσοστό) τόσο σε αφίξεις τουριστών όσο και σε έσοδα αφού η κρίση στις χώρες προορισμού -και κύρια στη Μ.Βρετανία και στη Γερμανία- είχε ως συνέπεια τη μείωση των διακοπών στο εξωτερικό αλλά και των δαπανών, ενώ οι Τουρ-Οπερειτορ επωφελήθηκαν για να μειώσουν τις τιμές των συμβολαίων. Αντίθετα η Κορσική που αποτελεί παραδοσιακά προορισμό κυρίως των Γάλλων και λιγότερο των γειτόνων της από την Ιταλία με συνέπεια να εξαρτάται λιγότερο από τα διεθνή πρακτορεία σημείωσε αύξηση της τάξης του 9%!!! Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη χώρα μας σε περιοχές που βασίζονται κυρίως σε εσωτερικό τουρισμό

Στην Ελλάδα, όπου ο τουρισμός βρίσκεται σε κρίση εδώ και πολλά χρόνια, τα τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) δείχνουν σοβαρή κάμψη σε όλους τους σημαντικούς προορισμούς πλην Ρόδου για το 2009. Όμως ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του αριθμού των διανυκτερεύσεων υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στις εισπράξεις των τουριστικών επιχειρήσεων και ειδικά των ξενοδοχείων με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των μονάδων που βρίσκεται σε πώληση. Τέλος, στη προσπάθεια τους οι τουριστικές επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους υποβαθμίζουν τις υπηρεσίες τους χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων προσωπικό «χαμηλού κόστους», δηλαδή ανασφάλιστους αλλοδαπούς αλλά και έλληνες με χαμηλά μεροκάματα.

Καθίζηση από τη κρίση έχει υποστεί και η οικοδομή, η άλλη κινητήρια δύναμη των νησιωτικών οικονομιών. Το γεγονός ότι η κρίση πυροδοτήθηκε από την αδυναμία εξόφλησης δανείων για κατοικία που έπληξε ειδικά τράπεζες που χρηματοδοτούσαν το real estate, η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, η ανασφάλεια για τα μελλοντικά εισοδήματα ήταν λογικό να πλήξουν τον κατασκευαστικό τομέα και ειδικά αυτόν της εξοχικής κατοικίας που αφορά κυρίως τα νησιά.

Σε νησιά όπως η Λέσβος με πρωτογενή παραγωγή, η κρίση ήρθε απλά να χειροτερεύσει την κατάσταση στις τιμές των προϊόντων όπως το λάδι, το γάλα ή το κρασί. Η συμπίεση των τιμών των προϊόντων αυτών είναι εφικτή καθόσον υπάρχει σημαντικός ανταγωνισμός στη προσφορά πρώτης ύλης από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής.

Η κρίση φαίνεται να αναδεικνύει εντονότερα τα αδιέξοδα του αναπτυξιακού μοντέλου των νησιών που προσπαθεί να στηριχθεί από τη μια πλευρά στη παραγωγή χαμηλού κόστους τουριστικού προϊόντος «ήλιου και θάλασσας» με ανειδίκευτους επιχειρηματίες και εργαζόμενους και από την άλλη πλευρά «αξιοποιώντας» (εκποιώντας) τη γη και μετατρέποντας την σε «μεζονέτες».

Τα νησιά πρέπει να στηρίξουν την ανάπτυξη του στην αξιοποίηση των περιορισμένων αλλά πολύτιμων φυσικών και πολιτιστικών πόρων τους παράγοντας ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες. Κλειδί στη διαδικασία αυτή είναι η ουσιαστική αναβάθμιση των γνώσεων και δεξιοτήτων του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και η βελτίωση της ελκυστικότητας των νησιών ώστε να προσελκύσουν ανθρώπους που θα συμβάλλουν στην εισαγωγή καινοτομιών στην παραγωγική διαδικασία.

Η κρίση θα βοηθήσει να υπάρξει αλλαγή κατεύθυνσης ή θα οδηγήσει τα νησιά μια μια νέα κρίση παρόμοια με αυτήν που βίωσαν μεταπολεμικά και οδήγησε σε απώλεια του μισού ενεργού πληθυσμού;

Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Γενάρης 2010

Προτάσεις για αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει την παραχώρηση απλής χρήσης αιγιαλού και την συνεπή εφαρμογή της.

 Προς:  Κ. Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών,  Κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κοι...