Βιώσιμη Ανάπτυξη: ένας δημοκρατικός, προοδευτικός, αριστερός στόχος πολιτικής με παγκόσμια νομιμοποίηση που προϋποθέτει αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και λειτουργίας της κοινωνίας

 

Γιάννης Σπιλάνης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

Αγγελική Μητροπούλου & Γιάννης Κατσούνης, υποψήφιοι διδάκτορες Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

 

Η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου ως μια μη αυτόματη διαδικασία

Η στοχοθεσία του παρόντος κειμένου δίνεται ήδη από την επιλογή του τίτλου, η οποία θέλει να δώσει από την αρχή το στίγμα και την κατεύθυνση που οφείλουμε να ακολουθήσουμε αν όντως η βούληση είναι η εφαρμογή ενός συνεκτικού εναλλακτικού αναπτυξιακού μοντέλου που θα τεθεί απέναντι σε εκείνο του νεοφιλελευθερισμού και θα μας καλύπτει ιδεολογικά. Υπάρχει και είναι αυτό της βιώσιμης ανάπτυξης και βρίσκεται μέσα στις παγκόσμιες προτεραιότητες ενώ ταιριάζει απόλυτα με το σύνθημα «μια άλλη ανάπτυξη είναι εφικτή». Το ζητούμενο είναι να ετοιμαστεί ένα πολιτικό σχέδιο δράσης που να οδηγεί προς αυτό τον στόχο, γνωρίζοντας ότι μάλλον μοιραία θα υπάρξουν αντιδράσεις από πολλές ομάδες ενδιαφέροντος: κυρίως από τους ισχυρούς του επιχειρηματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και από τους πολίτες γιατί απαιτεί αλλαγή στάσης και συμπεριφοράς στην καθημερινή λειτουργία. Ακόμη και από αυτούς που θα είναι τελικά οι πλέον ωφελημένοι.

 

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί από την αρχή ότι η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που χαρακτηρίζει μια προοδευτική διακυβέρνηση στο οποίο συνυπάρχει η αναγκαιότητα για:

-          Κράτος Δικαίου

-          Ισχυρούς Θεσμούς με συμμετοχικές διαδικασίες

-          Πρόταξη του Δημόσιου Συμφέροντος

-          Κοινωνικό φιλελευθερισμό και κοινωνικά δικαιώματα

 

Η διαστρέβλωση μιας έννοιας

Είναι γεγονός ότι η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει κακοποιηθεί και διαστρεβλωθεί σε όλη αυτή την περίοδο που χρησιμοποιείται («επίσημα» από το 1987 ή το 1992) έχοντας χρησιμοποιηθεί ανεξέλεγκτα και με άγνοια του περιεχομένου του όρου από πολιτικούς, ΜΜΕ, πολίτες ακόμη και επιστήμονες.

 

Στην ουσία με τον επιθετικό προσδιορισμό «βιώσιμη» ήρθε να προστεθεί η περιβαλλοντική διάσταση στην ήδη ταλαιπωρημένη έννοια της «ανάπτυξης». Όμως για ποια «ανάπτυξη» μιλούσαμε μέχρι τότε; Για την οικονομική (δηλαδή την αύξηση της παραγωγής με ποιοτικές αλλαγές στο σύστημα), για την ολοκληρωμένη (που λάμβανε υπόψη και μη αγοραίες παραμέτρους όπως πχ. τον ελεύθερο χρόνο και τη ποιότητα ζωής) για την οικονομικο-κοινωνική ή για την μεγέθυνση που τη βαφτίζαμε ανάπτυξη;

 

Την αναγκαιότητα αυτή επέβαλλε στη πράξη η εντεινόμενη περιβαλλοντική κρίση που καταγράφηκε τη μεταπολεμική περίοδο. Οι αλλεπάλληλες εκθέσεις όλων ανεξαιρέτως των διεθνών οργανισμών –που το τελευταίο που μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς είναι η «αντισυμβατική» τους προσέγγιση – από τη δεκαετία του 70 υπογράμμιζαν ότι η διατάραξη των λειτουργιών του οικοσυστήματος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που δημιουργεί προβλήματα με αιχμή του δόρατος αυτά που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή και υποσκάπτουν αυτή καθ’ αυτή την οικονομική πρόοδο και την ποιότητα ζωής. Κατά συνέπεια, οι όποιες σκέψεις για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης θα έπρεπε να συμπεριλάβει απαραίτητα και τα θέματα περιβάλλοντος.

 

Η εμφάνιση της έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης δημιούργησε αρχικά ευφορία για τη δυνατότητα συνδυασμού οικονομικής ανάπτυξης και διατήρησης του περιβάλλοντος με παράλληλο στόχο την κοινωνική ευημερία. Η έννοια ήρθε ως αμφισβήτηση της έννοιας της Οικονομικής Ανάπτυξης που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη σταθερή μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Άλλωστε, με βάση τον τρόπο υπολογισμού του, το ΑΕΠ που μετρά μόνο ό,τι παράγεται και διακινείται μέσα από την αγορά δεν μπορεί να θεωρείται ούτε καν δείκτης ευημερίας, αλλά απλά ως ένας δείκτης παραγωγής, ενώ η αύξηση του καταγράφει (υπό προϋποθέσεις) αποτελεσματική και ανταγωνιστική παραγωγή. Προϋποθέσεις που δεν είχαν τηρηθεί ειδικά στη χώρα μας τη δεκαετία του 2000 όπως φάνηκε με την κρίση του 2008, όπου η ελληνική οικονομία συμπεριφέρθηκε – αν θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς σχηματικά - ως καρυδότσουφλο σε θύελλα με ό,τι επακολούθησε  Τελικά αποδεικνύεται ότι το ΑΕΠ «κρύβει» περισσότερα από όσα υποτίθεται ότι δείχνει.

 

Η διείσδυση των περιβαλλοντικών «ανησυχιών» στο οικονομικό οικοδόμημα, παρά την υπέρμετρη και καταχρηστική χρήση του όρου της Βιώσιμης Ανάπτυξης, περιορίζεται μέχρι σήμερα κυρίως σε τομείς όπου δε διαταράσσεται η «παντοκρατορία» της αγοράς, αλλά αντίθετα δημιουργεί ευκαιρίες για περισσότερα κέρδη στους «καινοτόμους» που υιοθετούν νέες «καθαρές» τεχνολογίες και παράγουν προϊόντα φιλικά ως προς το περιβάλλον ενώ δεν λείπουν και οι προσπάθειες «greenwashing» αλλά και «social washing» μέσα από δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Όμως, η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού εξάντλησης των πόρων και υποβάθμισης του περιβάλλοντος όπως επιβεβαιώνουν οργανισμοί όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΕΑ). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι προοδευτικές προτάσεις των διεθνών οργανισμών που βασίστηκαν σε προσεγγίσεις όπως το «beyond GDP» και στο «leave no one behind» προσκρούουν στα συμφέροντα των ισχυρών του πλανήτη (επιχειρήσεων και κρατών) με αποτέλεσμα η πρόοδος προς τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης να είναι περιορισμένη.

 

Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια ακριβώς περίοδο επικρατούν παγκόσμια οι απόψεις του νεοφιλελευθερισμού και οι οικονομικές πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο «θεοποιούν» την αποτελεσματικότητα των αγορών σε βάρος της μη αποτελεσματικής κρατικής ρύθμισης εστιάζοντας την προσοχή τους στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ενώ η μεγιστοποίηση των επιχειρηματικών και χρηματοπιστωτικών κερδών περιθωριοποίησε τον στόχο της κοινωνικής ευημερίας (βλέπε απασχόληση, εισοδήματα, κοινωνικές και αναδιανεμητικές πολιτικές).

 

Και ενώ η κρίση του 2008 δημιούργησε αρχικά την ελπίδα για ανατροπή αυτής της πορείας μέσα από τον περιορισμό της δύναμης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η διάψευση δεν άργησε να έρθει. Μήπως η πανδημία αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία; Ο πόλεμος της Ουκρανίας περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα αυτή, αφού αμέσως η οικονομία έγινε και πάλι προτεραιότητα εγκαταλείποντας τα όποια προσχήματα.

 

Βιώσιμη Ανάπτυξη: είναι πανάκεια;

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι κατάλληλη για να υποστηρίξει μια εντελώς διαφορετική πολιτική, ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης και δεν αποτελεί ένα «πράσινο» άλλοθι στον νεοφιλελευθερισμό. Η σύντομη και επιφανειακή σύνδεση της με την παγκόσμια κατάσταση επιβάλλεται αφού όλοι γνωρίζουμε ότι το εξωτερικό περιβάλλον καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές εξελίξεις σε μια χώρα μικρή και οικονομικά «αδύναμη» όπως η δική μας και καθιστά τις εσωτερικές αλλαγές πολύ πιο δύσκολες.

 

Όμως γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί απλώς η «επίκληση» σε ένα μοντέλο και αυτόματα αυτό να εφαρμοστεί. Χρειάζεται και το «road map» ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η έννοια του σχεδιασμού και η καθημερινή πολιτική πρακτική είναι δύο έννοιες ασύμβατες. Επομένως οφείλουμε να γνωρίζουμε τα εμπόδια και να θωρακίσουμε το σχέδιο ανάλογα. Πριν προχωρήσουμε σε αυτό το στάδιο οφείλουμε να έχουμε κοινή βάση αντίληψης για το τι είναι βιώσιμη ανάπτυξη.

 

Η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης «εισέβαλε» στην επιστημονική αλλά και στην καθημερινή συζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν τα περιβαλλοντικά προβλήματα φαινόταν να παίρνουν σημαντικές διαστάσεις και άρχισαν να απειλούν την ευημερία των κατοίκων του πλανήτη μας. Η έκθεση της Επιτροπής Brundtland όρισε τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ως «την ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακινδυνεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Η έννοια των «αναγκών» αναφέρεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων όπως η ένδυση, η στέγαση, η διατροφή και η εκπαίδευση, στην ικανοποίηση των οποίων πρέπει να δοθεί προτεραιότητα. Η έννοια της ικανοποίησης των αναγκών της παρούσας γενιάς (ενδογενεακή ισότητα) αλλά και των μελλοντικών γενεών (διαγενεακή ισότητα) αναφέρεται στη μακροχρόνια προοπτική που πρέπει να έχει η ανάπτυξη. Όμως η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών (βασικών και μη) πρέπει να γίνεται μέσα στα όρια αντοχής του οικοσυστήματος, δηλαδή του συστήματος που υποστηρίζει τη ζωή παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η συνεχής επέκταση του οικονομικού & ανθρώπινου συστήματος επ’ αόριστο, ενώ δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι ήδη χρησιμοποιούμε περισσότερους πόρους απ’ όσους αναπαράγει η φύση (ανανεώσιμοι πόροι), ενώ παράγουμε και περισσότερα απόβλητα απ’ όσα μπορεί να απορροφήσει το οικοσύστημα και ότι αν δε μειωθεί άμεσα και δραστικά η οικονομική δραστηριότητα, το οικοσύστημα θα καταρρεύσει. Οι προσεγγίσεις περί οικολογικού αποτυπώματος τεκμηριώνουν ότι κάθε χρόνο χρειαζόμαστε 1,8 φορές τους πόρους της γης για να ικανοποιήσουμε το παραγωγικό και καταναλωτικό μας πρότυπο.

 

Κατά συνέπεια η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα:

-      οικονομικά αποτελεσματική, δηλαδή να παράγει το μέγιστο του προϊόντος με τις διαθέσιμες εισροές και την υπάρχουσα τεχνολογία, ώστε να μην υπάρχει σπατάλη των πολύτιμων και σε ανεπάρκεια πόρων. Η έννοια αυτή δε σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να παράγουμε περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή να αυξάνουμε το παγκόσμιο ΑΕΠ, αφού καθώς έχουμε υπερβεί τα οικολογικά όρια η χρήση πόρων πρέπει να μειωθεί.

-      κοινωνικά δίκαια, δηλαδή να διαχέει τα οφέλη σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα πρέπει όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά να καλύπτουν αξιοπρεπώς τουλάχιστον τις βασικές τους ανάγκες. Επομένως, είναι απαραίτητο το παραγωγικό σύστημα να προσαρμοστεί, ώστε να τείνει προς εξάλειψη η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι εισοδηματικές ανισότητες, να διευκολύνεται η πρόσβαση σε σωστές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού, αναψυχής και γενικά να ικανοποιούνται τα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το θέμα των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι στην καρδιά του προβλήματος.

-      περιβαλλοντικά βιώσιμη, δηλαδή να επιτρέπει τη διατήρηση τουλάχιστον του ελάχιστου επιπέδου φυσικού κεφαλαίου που είναι απαραίτητο, ώστε να διατηρούνται οι λειτουργίες του που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία. Η διατήρηση των περιβαλλοντικών λειτουργιών επιτρέπει τόσο την παροχή πόρων (όπως νερό, έδαφος, οξυγόνο), απαραίτητων για την ανθρώπινη ζωή και την παραγωγή αγαθών (πχ. τροφίμων) όσο και την παροχή υπηρεσιών, όπως η αφομοίωση αποβλήτων (πχ. δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, αποδόμηση στερεών αποβλήτων), η ρύθμιση του κλίματος, η επικονίαση, η παροχή υπηρεσιών αναψυχής, η ύπαρξη βιοτόπων ικανών για τη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας, η διατήρηση της τροφικής αλυσίδας κλπ. Η διατάραξη ή ακόμη περισσότερο η αναστολή μιας των λειτουργιών αυτών που παρέχονται δωρεάν στον άνθρωπο δημιουργούν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα, ενώ μπορεί να απειλήσουν αυτή καθαυτή τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη.

 

Η παγκόσμια κοινότητα, βλέποντας την ένταση του περιβαλλοντικού προβλήματος να αυξάνεται και την υψηλή συσχέτιση του με τις κοινωνικές ανισότητες, προχώρησε ένα βήμα παρακάτω υιοθετώντας το 2015 τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης για το 2030 (SDGs’ 2030). Η υιοθέτηση τους από την ΕΕ μαζί με μια διαδικασία μέτρησης των στόχων με τη χρήση 169 μεταβλητών υποχρεώνοντας τις χώρες να προβαίνουν σε τακτικές εκθέσεις προόδου με ποσοτικοποιημένα στοιχεία είχε ως στόχο να ενθαρρύνει τις χώρες σε μια συνεχή προσπάθεια βελτίωσης μέσα από μια αυτοαξιολόγηση.

 

Εύκολα διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους στόχους είναι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί, αφού ο βασικός στόχος του όλου εγχειρήματος είναι να μπουν τουλάχιστον  συγκεκριμένα όρια στην εκτός ελέγχου οικονομική μεγέθυνση (ασθενής βιωσιμότητα) ή στη καλύτερη των περιπτώσεων να μεταρρυθμίσουν (reform) και να μεταμορφώσουν  (transform) το παραγωγικό και καταναλωτικό σύστημα (ισχυρή βιωσιμότητα).

 

Έχοντας θέσει πολύ σύντομα το θεωρητικό πλαίσιο, είναι αναγκαίο να περάσουμε από τη θεωρία στη πράξη.

 

Δεν είναι λίγοι που υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι κενή περιεχομένου μια και δεν είναι δυνατόν να συμβαδίσουν οικονομική ανάπτυξη και διατήρηση του περιβάλλοντος. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί άλλοθι για όσους δε θέλουν να ανακόψουν την τάση για παραγωγή συνεχώς περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών και να προωθήσουν ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία ανατρέποντας το υφιστάμενο αναπτυξιακό μοντέλο. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι «ουτοπία» να αναμένεται ο συμψηφισμός των οικονομικών στόχων με τους περιβαλλοντικούς και τους κοινωνικούς, εξ αιτίας της δύναμης που έχουν οι οικονομικά ισχυροί του πλανήτη. Όμως, ουτοπία δε θεωρείται και η εφαρμογή μιας πραγματικά προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής; Μήπως όμως οι κρίσεις που βιώνουμε εδώ και 15 χρόνια δεν πρέπει να μας κάνουν να σκεφτούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο προσέγγισης και κυρίως εφαρμογής; Οι μεγάλες κρίσεις δε φέρνουν και τις μεγάλες ανατροπές; Η εφαρμογή της έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης αποτελεί μια μεγάλη ανατροπή που όμως σήμερα έχει γίνει αναγκαιότητα. Και σήμερα έχουμε έναν μεγάλο και ορατό «σύμμαχο»: τη κλιματική αλλαγή. Αν μάλιστα χαρτογραφήσουμε ποιοι πολεμούν εδώ και πολλά χρόνια την άποψη ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος αν δεν δράσουμε χτες, αντιλαμβανόμαστε ότι είναι οι ίδιοι με αυτούς που υπερασπίζονται τις κοινωνικές ανισότητες, τις off shore εταιρείες και τους φορολογικούς παραδείσους. Όμως και οι Παγκόσμιοι Οργανισμοί (σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και η ΕΕ) έχοντας υιοθετήσει τους SDGs 2030 δεν μπορούν να είναι «ανοιχτά» αντίθετοι σε πολιτικές που βρίσκονται στη κατεύθυνση υλοποίησης των SDGs και των στόχων της Συνδιάσκεψης του Παρισιού. 

 

Πριν προχωρήσουμε σε προτάσεις χρειάζεται να έχουμε μια εικόνα για το περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να δράσουμε.

 

Εντελώς σχηματικά η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα παγκόσμια χαρακτηρίζεται από την ιδεολογική επικράτηση του νέο-φιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες που είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μετακίνηση του κέντρου βάρους από την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων και την πραγματική οικονομία που μπορεί να τις καλύψει, στην ικανοποίηση των αγορών και στην μεγιστοποίηση των αποδόσεων του κεφαλαίου. Η «θεοποίηση» και «θεσμοποίηση» της χωρίς όρια οικονομικής μεγέθυνσης μέσα από την ενδυνάμωση της χωρίς περιορισμούς λειτουργίας των αγορών με ταυτόχρονο περιορισμό του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, όχι απλά έχει διευρύνει τις ανισότητες αλλά έχει οδηγήσει αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού του πλανήτη (και ειδικά των αναπτυγμένων χωρών) να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Σε μια περίοδο όπου το κράτος θα έπρεπε να διευρύνει τη δράση του ώστε να ενισχύσει τον αναδιανεμητικό του ρόλο, καλείται να μειώσει τα έσοδα του (μείωση φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις) και να περιορίσει τις δαπάνες του (προς τους ασθενέστερους) ώστε να ισορροπήσει τα οικονομικά του (περιορισμός δανεισμού). Την ίδια περίοδο όλο και περισσότερες Υπηρεσίες Δημοσίου Συμφέροντος (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, υγεία, παιδεία, διαχείριση νερού και αποβλήτων κλπ) περνούν από το «αναποτελεσματικό» Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα με στόχο νέα κέρδη (που δεν προέρχονται τόσο από μια καλύτερη οργάνωση όσο από υψηλότερα τιμολόγια και κατάργηση των μην αποδοτικών υπηρεσιών).

Το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 από την αποκάλυψη της οικονομικής φούσκας που δημιουργούσε πλαστή εικόνα ανάπτυξης, όχι μόνο δεν οδήγησε σε περιορισμό της ανεξέλεγκτης δράσης  του κερδοσκοπικού και τραπεζικού κεφαλαίου αλλά αντίθετα οδήγησε σε άμεση μεταφορά δημόσιων πόρων για τη στήριξη των ιδρυμάτων που παρέπαιαν και σε «αυστηροποίηση» των κανόνων για τα ελλείμματα του δημοσίου.  Δηλαδή οι υπαίτιοι της κρίσης τελικά επέβαλαν και τους κανόνες του παιχνιδιού για το πως θα βγουν οι ίδιοι από τη κρίση βυθίζοντας τις κοινωνίες ακόμη περισσότερο στη κρίση!!!! Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι αγορές βγαίνουν περισσότερο δυναμωμένες από κάθε κρίση και ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει πρόταση για εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης.

Η πανδημία ξανά«τάραξε» σε κάποιο βαθμό τις βάσεις του συστήματος μέσα από την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης και αναδεικνύοντας όρια στη παγκοσμιοποίηση, ενώ ο ουκρανικός πόλεμος δεν είναι βέβαιο προς τα που θα οδηγήσει τη πλάστιγγα, πέρα από την υποχώρηση των περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων.

Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, μέχρι τώρα ούτε η Σοσιαλδημοκρατία ούτε η Αριστερά έχουν προτάσεις που να πείθουν, όχι βέβαια τις «αγορές», αλλά εκείνους που βιώνουν τη κρίση.

 

Σε επίπεδο Ελλάδας, η κατάσταση παραμένει ζοφερή, αφού η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά το διαφορετικό περιεχόμενο πολιτικής και διαχείρισης που εφάρμοσε, δεν κατάφερε να αλλάξει τη δομή και τη λειτουργία του κράτους με τους αρμούς της εξουσίας να παραμένουν ισχυροί και στα χέρια της παραεξουσίας (ΜΜΕ, εφοπλιστικό-τραπεζικό-κατασκευαστικό κεφάλαιο, εκκλησία). Οι συνέπειες της λειτουργίας αυτής είναι:

 

-                      H κρίση της ελληνικής κοινωνίας που αποτυπώνεται σε συνεχιζόμενη δημοσιονομική κρίση ως συνδυασμός:

(α) σειράς κυβερνήσεων ευάλωτων σε κάθε είδους «ρυθμίσεις» (φορολογικές και  ασφαλιστικές ρυθμίσεις, ρυθμίσεις για προμήθειες και έργα κλπ), δαπάνες και διορισμούς υπέρ των ισχυρών ομάδων πίεσης και των πολιτικών φίλων που μείωσαν τις εισπράξεις του κράτους και αύξησαν τις δαπάνες και το ΑΕΠ χωρίς να υπάρχει πραγματικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, αλλά μια «φούσκα»,

(β) ενός συρρικνωμένου κρατικού μηχανισμού που παραμένει αυταρχικός, αναποτελεσματικός και διεφθαρμένος και χρησιμοποιείται για να εξασφαλίζει «πρόσθετα εισοδήματα» στους ιδίους και σε ημετέρους, αφήνοντας όμως άδεια τα κρατικά ταμεία και βάζοντας αναρίθμητα εμπόδια σε όποια εποικοδομητική προσπάθεια και τέλος

(γ) ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας (ή καλύτερα ενός αθροίσματος ατόμων χωρίς συνοχή και κοινούς στόχους) που έχει εθιστεί στο να διευρύνει την οικονομική της ευημερία σε βάρος των άλλων (των «κουτόφραγκων», του κράτους, του περιβάλλοντος, των πιο αδύναμων μελών της) και να ζητά προσωπικές (ιδιωτικές) εξυπηρετήσεις και όχι παρεμβάσεις υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

 

-          Η κρίση της παρασιτικής, κερδοσκοπικής και αντιπαραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας που βασίστηκε στο χαμηλό κόστος παραγωγής (μέσα από εξωτερικές και εσωτερικές υποτιμήσεις στη περίοδο προ και μετά ευρώ) και όχι στη καινοτομία με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει γερές παραγωγικές ρίζες ώστε να είναι ανταγωνιστική. Η συνεχής συρρίκνωση των ανταγωνιστικών (εξαγωγικών) κλάδων οδηγεί μαθηματικά σε μείωση του ΑΕΠ, μείωση που δεν εμφανίζονταν καλυμμένη από την για τουλάχιστον δύο δεκαετίες υψηλή καταναλωτική δαπάνη βασισμένη σε δανεισμό (εθνικό και ατομικό). Όλη την ευρωπαϊκή περίοδο της χώρας (1981- σήμερα) οι επιδοτήσεις (ευρωπαϊκές και εθνικές) και η ρευστότητα από την υπεξαίρεση του δημόσιου πλούτου (δημόσιας περιουσίας αλλά και δημόσιου χρήματος μέσα από τη φοροκλοπή, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή)-που στράφηκαν κύρια στην κατανάλωση και στην απόκτηση πάγιων αγαθών (κυρίως σε ακίνητα στα οποία κατευθύνονταν το 60% των επενδύσεων προ κρίσης) και όχι σε παραγωγικές επενδύσεις- συνέβαλλαν προς αυτή τη κατεύθυνση. Η «ρηχότητα» της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και σήμερα όταν εμβληματική επένδυση θεωρείται «The Ellinikon», αλλά και όταν καταγράφεται κρίση στην απασχόληση στη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, τον τουρισμό. Ταυτόχρονα το πλέον «ανήσυχο», εκπαιδευμένο και δημιουργικό τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού φαίνεται να αναζητά άλλες λύσεις από το να αποδεχτεί τη μόνιμη ένταξη του σε ένα σύστημα χαμηλών αμοιβών σε σχέση με τις φιλοδοξίες του,  τις γνώσεις και/ή τη παρεχόμενη εργασία.

 

Το χάσμα μεταξύ της πραγματικής ευημερίας και του ΑΕΠ

Η κατάσταση αυτή δύσκολα θα αλλάξει αν οι πολίτες δεν πεισθούν για κάτι βασικό: ότι η έννοια της ευημερίας δεν ταυτίζεται με μεγαλύτερο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), με μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Πρέπει να πεισθούν ότι το «αμερικανικό όνειρο» είναι για λίγους, ενώ οι πολλοί ζουν και θα ζουν το «αμερικανικό δράμα»: χωρίς καθόλου ή με χαμηλά εισοδήματα, χωρίς ή με χαμηλής ποιότητας κατοικία, χωρίς κοινωνικό δίχτυ προστασίας (όπως πχ. είναι οι δωρεάν υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος που απολάμβαναν για πολλές δεκαετίες οι πολίτες στις σοσιαλ-δημοκρατίες κυρίως των σκανδιναβικών χωρών) αλλά με ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες, σε ένα περιβάλλον που επιδεινώνει την ποιότητα ζωής και πολλά άλλα που τελικά υποσκάπτουν την πραγματική ευημερία. Ένα «δράμα» που προ πολλού έχει διαβεί τον Ατλαντικό και υποσκάπτει το ευρωπαϊκό σύστημα.

 

Η αλλαγή αυτή των πολιτών μπορεί να διευκολυνθεί όταν υπάρχει αυτό που αναφέρουμε ως ένα συγκροτημένο και «ρεαλιστικό» αφήγημα. Αν το πρώτο δεν είναι εύκολο, το δεύτερο γίνεται ακόμη δυσκολότερο λόγω των εγγενών εξωτερικών και εσωτερικών εμποδίων που μπορούν να ακυρώσουν την όποια προσπάθεια. Και αν τα εσωτερικά εμπόδια θεωρητικά μπορούν να αρθούν μέσα από μια έντονη και συστηματική παρέμβαση στη κοινωνία, τα εξωτερικά μπορούν να αρθούν μόνο με συμμαχίες σε ευρωπαϊκό κυρίως επίπεδο ώστε να αλλάξουν οι κανόνες λειτουργίας της ΕΕ. Η επιτυχία της Ισπανίας και της Πορτογαλίας να πείσουν την ΕΕ για την εφαρμογή ειδικής πολιτικής στη χώρα τους δείχνει τον δρόμο και τις δυσκολίες του.

 

Ποια είναι τα βασικά στοιχεία – αρχές του συγκροτημένου αφηγήματος που συνδέει  οικονομική αποτελεσματικότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική διατήρηση;

Θεωρούμε ότι η «οικονομική αποτελεσματικότητα» βρίσκεται στον πυρήνα του όλου εγχειρήματος γιατί η οικονομία αποτελεί την κινητήριο δύναμη που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις άλλες δύο συνιστώσες σε μια δυναμική πορεία και όχι σε μία κατάσταση ακινησίας. Προϋπόθεση βέβαια είναι να γίνεται υπό τους περιορισμούς που συνεπάγονται την σταδιακή αλλαγή με στόχο την ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου αλλά και του καταναλωτικού προτύπου σε όλες τους τις διαστάσεις.

 

Τα απαραίτητα εργαλεία που καθιστούν ένα μοντέλο εφαρμόσιμο

Τα εργαλεία που διαθέτουμε προς τη κατεύθυνση αυτή είναι η αναπτυξιακή πολιτική που ασκείται κυρίως μέσω των δημόσιων επενδύσεων, των κινήτρων προς τις επιχειρήσεις αλλά και των δημόσιων δαπανών, αλλά και της νομοθεσίας. Αυτές οφείλουν να ενσωματώσουν πολλαπλές καινοτομίες-ανατροπές σε σχέση με αυτή που ασκείται τώρα όπου το βασικό αφήγημα είναι η ενίσχυση των ισχυρών (βλ. Εκθεση Πισσαρίδη, Ελλάδα 2.0 κλπ). Προφανώς μια «νέα» αναπτυξιακή πολιτική δεν μπορεί να είναι απλά οικονομική πολιτική αποκομμένη ούτε από την κοινωνική, ούτε από την περιβαλλοντική πολιτική, αλλά να τύχει επεξεργασίας από ένα «Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής» ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εσωτερικές αλληλεπιδράσεις. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει και η χωρική διαφοροποίηση των πολιτικών, την έλλειψη της οποίας υπογραμμίζει ο ΟΟΣΑ.

 

Το παράδειγμα του τουρισμού

Για να υπερβούμε τις γενικότητες που θα προέλθουν από μια αναφορά στο σύνολο της αναπτυξιακής πολιτικής, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε επιγραμματικά σε μια, σημαντική για την Ελλάδα δραστηριότητα, τον τουρισμό.

 

Ο τουρισμός αποτελεί ήδη και θα αποτελέσει και στο μέλλον (αν δεν ανατραπούν ριζικά στοιχεία που τον επηρεάζουν καθοριστικά σε παγκόσμιο επίπεδο όπως ελεύθερος χρόνος και εισοδήματα), μια από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, παρ’ όλο που εξακολουθεί να επικεντρώνεται, με άναρχη και μαζική μορφή, στις παράκτιες περιοχές, να χαρακτηρίζεται από υψηλή εποχικότητα, και να δημιουργεί έντονες πιέσεις στο περιβάλλον, ακολουθώντας ακόμα ένα κορεσμένο και πλέον μη αποδοτικό, ένα μη βιώσιμο μοντέλο.

Η υψηλή αντοχή του τουρισμού στην εθνική και παγκόσμια οικονομική κρίση όπως καταγράφηκε από την έντονη αύξηση των διανυκτερεύσεων και τη λιγότερο έντονη αύξηση των εισπράξεων τη δεκαετία που πέρασε, δεν μπορεί να κρύψει μια σειρά από σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες του όπως:

·       Χαμηλή δαπάνη, χαμηλές πληρότητες και υψηλή εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες που συνεπάγεται προβληματική βιωσιμότητα επιχειρήσεων

·       Μονοδιάστατο προϊόν που συνεπάγεται υψηλή χωρο-χρονο συγκέντρωση

·       Χαμηλό επίπεδο αρχικής εκπαίδευσης και έλλειψη διαρκούς κατάρτισης εργοδοτών

·       Χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και περιορισμένη κατάρτιση εργαζόμενων με πρόσκαιρες συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές παράλληλα με συνθήκες εργασίας που έχουν χειροτερεύσει τα τελευταία χρόνια δεν τους επιτρέπουν να ταυτιστούν με την επιχείρηση και να συμβάλουν στην επιτυχία της, φαινόμενο που το 2022 «ξέσπασε» με την

·       Χαμηλής προστιθέμενης αξίας, «απλό» (χωρίς δραστηριότητες) και χαμηλής ανταγωνιστικότητας τουριστικό προϊόν με υψηλές διαρροές που επιβιώνει μέσω χαμηλού κόστους παραγωγής και εξωτερίκευσης του ιδιωτικού κόστους σε οικονομία (αποφυγή φορολόγησης) κοινωνία (αδήλωτη και κακοπληρωμένη εργασία) και περιβάλλον (υπερκατανάλωση ατιμολόγητων φυσικών πόρων, απόρριψη αποβλήτων)

·       Έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής τουριστικής ανάπτυξης και εξειδικευμένων σχεδίων ανά τύπο περιοχής (νησιωτικές & παράκτιες, αστικές, «μη αναπτυγμένες»)

 

Οι αδυναμίες αυτές καθιστούν τον τουρισμό μη βιώσιμο και δεν του επιτρέπουν να συμβάλει όσο μπορεί στη παραγωγική ενδυνάμωση της χώρας στην πορεία για ένα βιώσιμο μέλλον. Η νέα κρίση που δημιούργησε η πανδημία και οι αναμενόμενες αλλαγές στη συμπεριφορά των τουριστών μας οδηγεί στο να επιταχύνουμε τις αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο και του τουρισμού.

Η ελληνική τουριστική βιομηχανία όμως, αντιμετωπίζει ολοένα και εντονότερο ανταγωνισμό και πολλαπλές προκλήσεις σε κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό αυτό, η χώρα μας θα πρέπει να προτείνει μια βιώσιμη και ποιοτική τουριστική προσφορά αναδεικνύοντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, πέρα από την Θάλασσα, τον Ήλιο, και την Αμμουδιά, με τους πλούσιους αλλά αναξιοποίητους φυσικούς και πολιτισμικούς πόρους, οι οποίοι προσφέρουν τεράστιες δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη αειφόρων μορφών τουρισμού.

Το νέο τουριστικό μοντέλο οφείλει:

·       να βελτιώσει τη ποιότητα ήδη του παραγόμενου προϊόντος με αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις και δημόσιο τομέα

·       να διαφοροποιήσει το προϊόν αξιοποιώντας τοπικούς φυσικούς, πολιτιστικούς και παραγωγικούς πόρους με το αντίστοιχο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και συνδέοντας το με άλλους τομείς της οικονομίας ώστε να αυξήσουμε τη προστιθέμενη αξία του

 

Ώστε να καλύψει τρεις στόχους:

ü  ικανοποίηση των καταναλωτών-τουριστών

ü  ικανοποιητικά εισοδήματα και «καλές» θέσεις εργασίας στους άμεσα εμπλεκόμενους και

ü  ευημερία και ποιότητα ζωής στις τοπικές κοινωνίες

 

Η νέα τουριστική πολιτική θα πρέπει να:

   Απαντά στις προκλήσεις που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο και καθορίζουν και επαναδιαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά του ταξιδιώτη (καταναλωτικό πρότυπο) και των παρόχων τουριστικών υπηρεσιών (παραγωγικό πρότυπο).

   Προσαρμόζεται στις νέες προκλήσεις που θέτουν τόσο η αυξανόμενη προτίμηση των πολιτών για προορισμούς χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος όσο και η κλιματική αλλαγή προκειμένου να διαφυλάξει σε βάθος χρόνου το τουριστικό της προϊόν και να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την ελκυστικότητά του και την συμβολή του στην εθνική οικονομία.

 

Βασικές αρχές τουριστικής ανάπτυξης που θα πρέπει να ενσωματωθούν στο Στρατηγικό Σχεδιασμό για την Τουριστική δραστηριότητα ώστε να βελτιώσουμε το θετικό αποτύπωμα της τόσο σε εθνικό, όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο:

·       Να μεταβούμε από ένα μαζικό, αδιαφοροποίητο, μονοθεματικό και χαμηλής οικονομικής απόδοσης τουρισμό σε ένα ποιοτικό, διαφοροποιημένο και πολυθεματικό τουρισμό, οικονομικά αποδοτικότερο,

·       Να διασυνδέσουμε την τουριστική βιομηχανία με τομείς της οικονομίας που συνδέονται άμεσα και έμμεσα με τον τουρισμό, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τους πολλαπλασιαστικούς δείκτες της οικονομίας

·       Να προωθήσουμε την αειφόρο και ισόρροπη ανάπτυξη του τουρισμού

·       Να δημιουργήσουμε  ενιαία δίκτυα φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος,

·       Να διευρύνουμε  το φάσμα των προσφερόμενων τουριστικών προϊόντων και υπηρεσιών

·       Να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε  την τοπική και κοινωνική ταυτότητα των περιοχών, όπου αναπτύσσεται τουριστική δραστηριότητα,

·       Να εξασφαλίσουμε τις απαιτούμενες τεχνικές και κοινωνικές υποδομές όλων των διαβαθμίσεων, που απαιτούνται για την επιτυχή λειτουργία της τουριστικής δραστηριότητας αλλά και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής

Η επίτευξη του νέου οράματος απαιτεί αλλαγή στρατηγικής που θα πρέπει να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας όπως:

-          το αίσθημα ασφάλειας και φιλοξενίας, αλλά και το σύγχρονο τρόπο καθημερινής ζωής που εκπέμπονται ως διαχρονικά στοιχεία της τουριστικής μας εικόνας,

-          τη σύνδεση της τουριστικής δραστηριότητας με τους ισχυρούς «μύθους» της χώρας :

       το νερό με τις τρεις διαστάσεις του (αλμυρό, γλυκό και ζεστό) για θαλασσοθεραπεία, υδροθεραπεία, θερμαλισμό και όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με αυτό (θαλάσσια αθλήματα, καταδύσεις, αλιευτικός τουρισμός, ιστιοπλοϊα, κωπηλασία, κανόε και καγιάκ, κλπ) για την ανάπτυξη του τουρισμού αναψυχής και ευεξίας ως επέκταση, αναβάθμιση και διαφοροποίηση του σημερινού μοντέλου των 3S και

       τον πολιτισμό, τη διατροφή και τη φύση για τη παραγωγή μοναδικών «πράσινων» εμπειριών ποιότητας στη προσπάθεια της οργανωμένης ανάπτυξης ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, μέσα από εμπλοκή των τουριστών, μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάλογα με τις προτιμήσεις τους.

 

Ένα νέο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης όμως, προϋποθέτει στρατηγική σκέψη, σχεδιασμό, επιμονή και υπομονή στην υλοποίηση του. Και η επιτυχία του εξαρτάται από δύο βασικά στοιχεία: την αφοσίωση της πολιτικής ηγεσίας στην υλοποίηση του σχεδίου μέσα από ένα αποτελεσματικό σύστημα τουριστικής διακυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα την εκπόνηση του μέσα από διαδικασίες σύγχρονης διακυβέρνησης με την συμμετοχή και την δέσμευση όλων των ενδιαφερόμενων μελών.

 

 

   

Προτάσεις για αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει την παραχώρηση απλής χρήσης αιγιαλού και την συνεπή εφαρμογή της.

 Προς:  Κ. Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών,  Κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κοι...