ΖΗΤΕΙΤΑΙ …..ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ΙΙ)


Για να προχωρήσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, που να ετοιμάζει τα νησιά για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του 21ου αιώνα και όχι απλά να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του 20ου, χρειάζεται να γίνει υπέρβαση των σημερινών «κλισέ» και να υιοθετηθούν καινοτόμες ιδέες. Οι ιδέες αυτές θα πρέπει να μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά των νησιών από μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα, ώστε να βελτιώσουν την ελκυστικότητα τους, μέσα σ’ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να αρθρώνονται σε μια ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική.

Εφόσον τα νησιά δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά, παράγοντας προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλού κόστους (συμπεριλαμβανόμενου πλέον και του τουρισμού), αφού οι ανταγωνίστριες χώρες έχουν πολύ χαμηλό εργατικό και γενικότερα λειτουργικό κόστος, πρέπει να στραφούν στην ποιοτική και εξειδικευμένη (διαφοροποιημένη) παραγωγή, αξιοποιώντας τους φυσικούς και πολιτιστικούς τους πόρους, που αποτελούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.

Οι παρεμβάσεις στον τουρισμό είναι σήμερα περισσότερο από αναγκαίες. Η κρίση ποιότητας και ταυτότητας των ελληνικών προορισμών, που αποτυπώνεται, όχι μόνο με αυξομειώσεις στις αφίξεις, αλλά κυρίως  με τις τιμές των συμβολαίων με τους Tour-Operators, που σε πολλές περιπτώσεις έχουν κατέβει κάτω από τα 10€ ανά άτομο, δεν διορθώνονται απλά με περισσότερη διαφήμιση. Χρειάζονται ουσιαστικές παρεμβάσεις στο παραγόμενο προϊόν και στις επιμέρους δραστηριότητες που το απαρτίζουν, για να ξαναγίνει ανταγωνιστικό. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αποτελεί τον πρώτο άξονα, στον οποίο επικεντρώνεται η δράση των διαρθρωτικών ταμείων με βάση τους νέους κανονισμούς

Το προϊόν χρειάζεται διαφοροποίηση και εμπλουτισμό και αυτό μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει κάθε περιοχή. Η αξιοποίηση των πόρων (σ’αυτούς περιλαμβάνονται και η γαστρονομία, δηλαδή τρόφιμα – ποτά που αποτελούν τη βάση του α’γενούς τομέα και της μεταποίησης) μαζί με τα αναγκαία έργα υποδομής μπορεί να αποτελέσει έναν άξονα ολοκληρωμένης δράσης ενός επιχειρησιακού προγράμματος.

Οι προσφερόμενες δραστηριότητες, που συνδυαζόμενες σχηματίζουν το προϊόν, χρειάζονται ποιοτική αναβάθμιση. Τα τοπικά σύμφωνα ποιότητας και τα σήματα κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων μπορούν να δώσουν απάντηση στο διπλό πρόβλημα βελτίωσης της ποιότητας και διαφοροποίησης της παραγωγής. Μια δράση που ασφαλώς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άξονα παρέμβασης.

Ανάλογες παρεμβάσεις χρειάζονται και στον πρωτογενή τομέα: η επιβίωση του συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα παραγωγής προϊόντων που ξεχωρίζουν για την ποιότητα τους και τα τοπικά μοναδικά τους χαρακτηριστικά. Η ουσιαστική αξιοποίηση του συλλογικού κεφαλαίου που λέγεται λαδοτύρι Μυτιλήνης, κρασί Σάμου, φάβα Σαντορίνης, λάδι Ζακύνθου κλπ προς όφελος των παραγωγών αλλά και του συνόλου της τοπικής κοινωνίας χρειάζεται ειδική δράση, που το Υπουργείο Γεωργίας δεν φαίνεται ικανό να την υποστηρίξει.

Οι φυσικοί πόροι και το περιβάλλον γενικότερα, δεν αποτελούν μόνο τον 2ο σε σπουδαιότητα άξονα των διαρθρωτικών ταμείων. Αποτελούν, μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό, τους κρίσιμους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας, ειδικά στα νησιά, αφού σ’αυτούς στηρίζεται η τουριστική ανάπτυξη, αλλά και αυτή η επιβίωση των κατοίκων. Και εδώ χρειάζεται αλλαγή πλεύσης, από την υπερκατανάλωση των πόρων, σε πολιτικές εξοικονόμησης, ανακύκλωσης και γενικότερα καλύτερης διαχείρισης. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία παρέμβασης, που θα οδηγήσει σε επάρκεια νερού, σε μείωση του όγκου των σκουπιδιών, σε προστασία του τοπίου, σε καθαρότερες θάλασσες, αλλά και σε μικρότερης κλίμακας και κόστους έργα υποδομών.

Τομή χρειάζεται και η αντιμετώπιση του ανθρώπινου δυναμικού, υποστήριξης επιχειρηματιών, εργαζομένων και ανέργων αν θέλουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν δραστηριότητες στα νησιά και να σταματήσει η γήρανση του πληθυσμού που σε ορισμένα ίσως έχει πάρει διαστάσεις μη αναστρέψιμες. Τα προγράμματα πρέπει να ανασχεδιαστούν, να γίνουν ουσιαστικά και ευέλικτα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και να φτάνουν μέχρι και στο τελευταίο νησί. Οι νέες τεχνολογίες των υπολογιστών και των επικοινωνιών μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε προγράμματα συνεχούς κατάρτισης εργοδοτών, εργαζομένων και ανέργων από απόσταση.

Τα παραπάνω απαιτούν στροφή μακριά από το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο, που βασίζεται κύρια στη προσπάθεια προσέλκυσης χαμηλού κόστους τουρισμού αλλά και παραθερισμού το οποίο έχει ως άμεση συνέπεια την ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα και του εμπορίου, αλλά όχι του λοιπού παραγωγικού ιστού.

Βέβαια, η όλη συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στη δυνατότητα χρηματοδότησης από το 4ο ΚΠΣ ή άλλα προγράμματα. Χρειάζεται να διαμορφωθεί ένα πλέγμα παρεμβάσεων και θεσμικών (νομοθετικών) ρυθμίσεων, που άλλες αποτελούν αρμοδιότητα της ΕΕ και άλλες της ελληνικής κεντρικής διοίκησης, έτσι ώστε το συμφωνημένο «όραμα» να πάρει σάρκα και οστά. Εδώ ο ρόλος του Υπουργείου είναι καθοριστικός.

Πρέπει να μπορέσει να πείσει ότι η διαφορετικότητα του νησιωτικού χώρου απαιτεί ειδικές ρυθμίσεις σε πολλούς τομείς: από το πώς λειτουργεί η διοίκηση και πως κατανέμονται οι αρμοδιότητες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης (η θεώρηση του νησιού ως διοικητικής ενότητας με την υψηλότερη δυνατή διοικητική αυτοτέλεια), η πολιτική στους τομείς φορολογίας, η εφαρμογή της έννοιας των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος σε ότι αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, επικοινωνιών, ενέργειας, υγείας, παιδείας, κατάρτισης, κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι αξιόπιστες, να καλύπτουν τις ανάγκες επιχειρήσεων και να παρέχουν αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους. Τότε μόνο τα νησιά θα γίνουν ελκυστικά όχι μόνο για καλοκαιρινές διακοπές.

Η στροφή αυτή δεν μπορεί να γίνει εύκολα και γρήγορα, μια και προσκρούει σε αντιλήψεις και πρακτικές πολλών ετών, τόσο της διοίκησης, όσο και των επιχειρηματιών, αλλά και των απλών πολιτών. Επομένως, χρειάζεται άμεσα να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, ώστε να αναδειχθούν τα αδιέξοδα του σημερινού μοντέλου, οι αιτίες που τα προκαλούν, οι εναλλακτικές δυνατότητες και οι τρόποι χρηματοδότησης και εφαρμογής της νέας στρατηγικής. Χρειάζεται πάνω απ’όλα έναν φορέα που θα ενστερνιστεί τη πολιτική αυτή και θα αναλάβει τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της υλοποίησης της.

Μπορεί να εξυπηρετήσει τα όσα αναφέρθηκαν η συγχώνευση του Υπουργείου Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής με αυτό της Εμπορικής Ναυτιλίας; Μένει να αποδειχθεί αν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει έστω τον πρώτο προφανή στόχο για τον οποίο αποφασίσθηκε η συγχώνευση, δηλαδή να συμβάλλει στην αναβάθμιση της ακτοπλοΐας, αλλά και της τροφοδοσίας των νησιών που παρουσιάζουν τόσα προβλήματα τα τελευταία χρόνια.
Γιατί εξυπηρέτησε τους στόχους αυτούς τόσα χρόνια το αυτόνομο Υπουργείο, θα ρωτήσει ο δύσπιστος. Η απάντηση είναι ότι η αυτονομία δεν αποτελεί πανάκεια. Μέχρι τώρα, το πρόβλημα αποτελεσματικότητας του Υπουργείου Αιγαίου οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή μιας οριζόντιας ολοκληρωμένης Νησιωτικής Πολιτικής, δηλαδή μιας πολιτικής που «εμπλέκεται στα πόδια» των κλαδικών πολιτικών (Γεωργίας, Ενέργειας, Υγείας κλπ).

Επομένως, κυρίαρχο ερώτημα παραμένει το αν υπάρχει πολιτική βούληση για Νησιωτική Πολιτική. Αν απαντηθεί καταφατικά, τότε πρέπει να δημιουργηθεί  το κατάλληλο ειδικό διοικητικό σχήμα που θα επιτρέπει την εφαρμογή της: δύο πιθανές λύσεις θα μπορούσαν να είναι,
·         είτε ένα αυτόνομο Υπουργείο με ενισχυμένες αρμοδιότητες στην χάραξη και εφαρμογή πολιτικών και ανάλογη στελέχωση,  υποστηριζόμενο επιπλέον από ομάδα ειδικών επιστημόνων,
·         είτε η σύνδεση του με το ισχυρό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που έχει στην αρμοδιότητα του την περιφερειακή πολιτική της χώρας και μπορεί ευκολότερα να «επιβάλει» πολιτικές.

Ελπίζοντας ότι, έστω και μετά από 20 χρόνια, το Υπουργείο Αιγαίου θα βρεί το ρόλο του, ως φορέα παραγωγής νησιωτικής πολιτικής, αναμένομεν……

Εμπρός, Σεπτέμβριος 2007
ΖΗΤΕΙΤΑΙ …… ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ



Η αλλαγή φρουράς σε ένα Υπουργείο αποτελεί ευκαιρία για απολογισμό και αξιολόγηση του έργου που έχει υλοποιηθεί και σκέψεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον. Και δεν έχει τόση σημασία το τι λένε ο απερχόμενος και ο «εισερχόμενος» Υπουργός, όσο το τι λέει η κοινωνία- συνήθως μέσω των οργανωμένων εκφραστών της (βουλευτές, τοπικοί άρχοντες, επιχειρηματίες, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι κλπ)- που προσδοκά αντιμετώπιση των προβλημάτων της για μια καλύτερη ζωή.

Η αλλαγή φρουράς στο τέως Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής που έχασε το πρώτο του συνθετικό και ενσωματώθηκε στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας παρουσιάζει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον ειδικά για εμάς τους νησιώτες. Παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί μετά από τα 22 χρόνια ύπαρξης του φαίνεται να μπαίνουν σε εφαρμογή οι σκέψεις που έχουν εκφραστεί πολλές φορές στο παρελθόν – σχεδόν κάθε φορά που υπήρχε νέα κυβέρνηση - για κατάργηση του. Ποιος δεν θυμάται τι συνέβη όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κ.Μητσοτάκης που αφού ανακοίνωσε πρώτα τη κατάργηση του, στη συνέχεια –και μετά από τις αντιδράσεις αιγαιοπελαγιτών πολιτικών, των επαγγελματικών φορέων και των υπαλλήλων- το ανέλαβε για να το αναβαθμίσει!!!!!!

Οι σκέψεις αυτές, που πολλές φορές έχουν γίνει και για το «αδελφό» Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, βασίζονται στις αμφιβολίες που έχουν κατά καιρούς εκφραστεί για τον αν σήμερα υφίστανται οι λόγοι που οδήγησαν στην ίδρυση των δύο αυτών ιδιότυπων «χωρικών» Υπουργείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι χωρικά υπουργεία υπήρξαν στο παρελθόν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες για αντιμετώπιση των ειδικών (πολιτικών και αναπτυξιακών) προβλημάτων που παρουσίαζαν οι αποικίες τους, που συχνά ήταν ….. νησιά!!!

Δεν νομίζω ότι κανείς θα αμφισβητήσει ότι και τα δύο Υπουργεία δημιουργήθηκαν κυρίως για πολιτικούς λόγους, τον εκ βορρά και τον εξ ανατολών κίνδυνο, αλλά και για αναπτυξιακούς. Όμως αν σκεφτεί καλύτερα και κάνει έναν σοβαρό απολογισμό του έργου τους τόσο σε θέματα πολιτικής όσο και σε θέματα ανάπτυξης, θα διαπιστώσει ότι το έργο τους είναι ιδιαίτερα «φτωχό» και μάλλον θα καταλήξει στη σκέψη ότι και τα δύο δημιουργήθηκαν κυρίως για λόγους επικοινωνιακούς και μάλιστα «εσωτερικής κατανάλωσης». Αλλωστε αυτός είναι ο λόγος της διατήρησης ως αυτόνομου του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης σήμερα .

Μα θα ρωτήσετε όποιο Υπουργείο δεν παράγει αξιόλογο έργο, δεν παράγει πολιτική θα πρέπει να καταργείται; Η απάντηση είναι ότι τα κλαδικά Υπουργεία (πχ. Παιδείας, Υγείας, Αγροτικής Ανάπτυξης) ακόμη και αν παράγουν κακή πολιτική και οι πολίτες είναι άκρως δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία τους – και είμαστε πολλοί σε αυτή τη κατηγορία- δεν μπορούν να «κλείσουν» γιατί έχουν να διεκπεραιώσουν ένα καθημερινό έργο διαχείρισης των αντίστοιχων τομέων.

Για τα «χωρικά» Υπουργεία δεν ισχύει το ίδιο για 2 λόγους:
-          πρώτο γιατί υπάρχουν τα κλαδικά υπουργεία που έχουν τις σχετικές αρμοδιότητες, περισσότερους υπαλλήλους και πολύ περισσότερα κονδύλια για την άσκηση της ίδιας πολιτικής. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι τα κεντρικά υπουργεία μπορούν να τα κάνουν περισσότερο αποτελεσματικά ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διαχείριση των υφιστάμενων και όχι για σχεδιασμό νέας ή ειδικής πολιτικής. Για παράδειγμα η σύλληψη, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της Εγνατίας Οδού δεν μπορούσε να ήταν ποτέ έργο του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
-          δεύτερο γιατί υπάρχουν οι περιφέρειες, οι αιρετές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (που δεν υπήρχαν όταν ιδρύθηκαν τα Υπουργεία αυτά) και οι διευρυμένοι-ενισχυμένοι ΟΤΑ για την χρηματοδότηση και κατασκευή έργων τοπικής σημασίας (όπως πχ. η κατασκευή ενός λιμανιού, η χρηματοδότηση ενός βιολογικού, η επισκευή ενός μνημείου) ή για την επίλυση τοπικών προβλημάτων (πχ. κάλυψη κενών στα ιατρεία ή στα σχολεία, αύξηση των δρομολογίων των πλοίων).

Τα χωρικά Υπουργεία δεν έχουν λόγο ύπαρξης απλά για τη διαχείριση των προβλημάτων της καθημερινότητας είτε δια αιτημάτων του κ.Υπουργού στους συναδέλφους του (αυτό μπορεί και νομιμοποιείται να το κάνει ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης, ο Βουλευτής), είτε να χρηματοδοτήσει από τον ισχνό προϋπολογισμό τους (μικρότερο και από αυτόν ορισμένων μεγάλων νησιωτικών δήμων) έργα τοπικής σημασίας. Τα παραπάνω το μόνο που εξυπηρετούν είναι η ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων.

Τα χωρικά Υπουργεία έχουν λόγο ύπαρξης μόνο όταν υπάρχει αναγκαιότητα για ειδική πολιτική, απαραίτητη για να αντιμετωπίσει ειδικά προβλήματα που σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης περιοχής. Και αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την αναγκαιότητα ύπαρξης Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης αφού είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί η αναγκαιότητα ειδικής πολιτικής (άραγε γιατί όχι και Ηπείρου που έχει και εξωτερικά σύνορα και αναπτυξιακά προβλήματα;), δεν ισχύει το ίδιο για την νησιωτική Ελλάδα. Οι ιδιαιτερότητες του νησιωτικού χώρου, η «νησιωτικότητα» όπως επικράτησε να λέγεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αν κανείς ανατρέξει σε αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ήδη από το Συμβούλιο Κορυφής της Ρόδου το 1989 με τον Α.Παπανδρέου), απαιτούν ειδική ολοκληρωμένη πολιτική. Ειδική πολιτική, που αν και κατ’επανάληψη ως χώρα έχουμε ζητήσει να θεσμοθετηθεί και να κατοχυρωθεί στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες (από τη συνθήκη  του Αμστερνταμ), το έχουμε κατοχυρώσει στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 101) και το έχουμε ενισχύσει με μετέπειτα τροποποιήσεις, αρνούμαστε να εφαρμόσουμε στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό δεν αποτελεί απλά άποψη του υπογράφοντα, αλλά άποψη και κοινοτικών παραγόντων κάθε φορά που η Ελλάδα ζητούσε εφαρμογή ευρωπαϊκής νησιωτικής πολιτικής.

Το Υπουργείο Αιγαίου (και Νησιωτικής Πολιτικής από το 2004), έχει δικαιολογήσει την ύπαρξη του μέσα από τη δράση του ώστε να θεωρείται πλήγμα η υποβάθμιση του ή ακόμα και η κατάργηση του;
Θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε τα χρόνια αυτά. Ισως το σημαντικότερο απ’όλα να ήταν ότι συνέβαλε στην επικράτηση της έννοιας της «νησιωτικότητας» που εκφράζεται κύρια από 3 χαρακτηριστικά: μικρό μέγεθος, απομόνωση και περιφερειακότητα, ιδιαίτερο και εύθραυστο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθεί η «νησιωτική συνείδηση» (δημιουργία της Ενωσης Νησιωτικών Δήμων, της Ενωσης Μικρών Νησιών, του Επιμελητηριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Ελληνικών Νήσων – ΕΟΑΕΝ) αλλά και να μην υπάρχει αμφισβήτηση για τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στα νησιά. Οι φορείς αυτοί ζητούν ολοκληρωμένη πολιτική εδώ και χρόνια.

Ειδικές πολιτικές ή ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική προωθήθηκαν; Εδώ η απάντηση είναι μάλλον αρνητική αν και κατά καιρούς υπήρξαν δράσεις και προσπάθειες για οριζόντιες παρεμβάσεις που δεν είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν πρόβλημα ενός συγκεκριμένου νησιού, αλλά πρόβλημα περισσότερων νησιών που ήταν αποτέλεσμα της «νησιωτικότητας». Αναφέρουμε ορισμένες χωρίς ιεράρχηση –και ας μας συγχωρέσουν οι διατελέσαντες Υπουργοί αν ξεχνάμε κάτι σημαντικό, δεν γίνεται από λόγους σκοπιμότητας- :
-          κατασκευή δικτύου ελικοδρομίων στα μικρά νησιά για αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών
-          κατασκευή πρατηρίων καυσίμων στα μικρά νησιά (που μέχρι τότε η προμήθεια γίνονταν με πρωτόγονους τρόπους)
-          δημιουργία του προγράμματος Αστερίας (που συνέχεια εξελίχθηκε στα γνωστά σε όλους μας ΚΕΠ) για εξυπηρέτηση των νησιωτών χωρίς μετακίνηση στην έδρα του Νομού
-          δημιουργία εκδηλώσεων – θεσμών στους τομείς του αθλητισμού και του πολιτισμού (αγώνες Στίβου, κωπηλασίας, θεάτρου κλπ) που είχαν ως στόχο την τόνωση της τοπικής «παραγωγής» και την έξοδο από τον λήθαργο που επιβάλουν η γήρανση του πληθυσμού, η απομόνωση, το life-style και η τηλεόραση.
-          Προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα από σχετική νομοθεσία και χρηματοδότηση (κήρυξη νησιών ως περιοχών φυσικού κάλους και οικισμών ως διατηρητέων, δημιουργία δικτύου μουσείων κλπ) με στόχο την προστασία του μοναδικού κεφαλαίου των νησιών από την άκρατη και κοντόφθαλμη οικοδόμηση.

Αποτελεί σχήμα οξύμωρο ότι από τότε που το Υπουργείο Αιγαίου έγινε …και Νησιωτικής Πολιτικής, πρακτικά δεν «είδαμε» απολύτως καμία προσπάθεια εφαρμογής ελληνικής νησιωτικής πολιτικής. Τώρα που συγχωνεύτηκε  με το Εμπορικής Ναυτιλίας να περιμένουμε βελτίωση ή κατάργηση;;;;;;

Σε ότι αφορά στο ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας νησιωτικής πολιτικής και με ποιο οργανωτικό σχήμα μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα ο στόχος, θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο.


ΕΜΠΡΟΣ, Σεπτέμβριος 2009
Βιώσιμη Ανάπτυξη: «απάτη», ουτοπία ή αναγκαιότητα;
Μια προσπάθεια για την ανάδειξη ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης

Η οικονομική κρίση που διανύουμε αυτήν την περίοδο – της οποίας τις οδυνηρότερες πτυχές δεν έχουμε δει ακόμη σύμφωνα με πολλούς αναλυτές – αποδεικνύει για ακόμη μια φορά ότι το μοντέλο ανάπτυξης που έχει υιοθετηθεί και βασίζεται στη μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος με κάθε μέσον, οδηγεί σε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες παγκόσμια, ενώ αυξάνει την ανασφάλεια και την κοινωνική αναταραχή. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατοχή πλούτου συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, οδηγώντας σε εξαθλίωση μεγαλύτερες μάζες πληθυσμού τόσο στον αναπτυγμένο, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο[1]. Επομένως η αναζήτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης είναι επιτακτική μέσα από τον επανακαθορισμό του ρόλου του κράτους, του δημόσιου συμφέροντος και κυρίως του στόχου που δεν είναι άλλος από την κοινωνική ευημερία. Η απλή επιστροφή σε κεϊνσυανού τύπου πολιτικές φαίνεται ανεπαρκής, ειδικά όταν περιορίζεται στη μαζική στήριξη του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού συστήματος αδιαφορώντας για την κατάρρευση των συστημάτων υγείας, παιδείας, πρόνοιας, για την κατάρρευση της παραγωγής και της απασχόλησης, όταν η υφέρπουσα ιδέα είναι «η κοινωνικοποίηση των ζημιών και η ιδιωτικοποίηση των κερδών».

Όμως, παράλληλα με την οικονομική κρίση συνεχίζει να εντείνεται η περιβαλλοντική κρίση. Οι αλλεπάλληλες εκθέσεις όλων ανεξαιρέτως των διεθνών οργανισμών –που το τελευταίο που μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς είναι η «εναλλακτική» τους προσέγγιση – υπογραμμίζουν ότι η διατάραξη των λειτουργιών του οικοσυστήματος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που δημιουργεί προβλήματα με αιχμή του δόρατος αυτά που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή και υποσκάπτουν αυτή καθ’ αυτή την οικονομική πρόοδο. Κατά συνέπεια, οι όποιες σκέψεις για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης πρέπει να συμπεριλάβει απαραίτητα και τα θέματα περιβάλλοντος.

Η εμφάνιση της έννοιας της Βιώσιμης Ανάπτυξης πριν 20 περίπου χρόνια δημιούργησε αρχικά ευφορία για τη δυνατότητα συνδυασμού οικονομικής ανάπτυξης και διατήρησης του περιβάλλοντος με στόχο την κοινωνική ευημερία. Η έννοια ήρθε ως αμφισβήτηση της έννοιας της οικονομικής ανάπτυξης που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη σταθερή μεγέθυνση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Άλλωστε, με βάση τον τρόπο υπολογισμού του, το ΑΕΠ που μετρά μόνο ό,τι παράγεται και διακινείται μέσα από την αγορά δεν μπορεί να θεωρείται ως ο βασικός δείκτης ευημερίας, αλλά απλά ένας δείκτης παραγωγής. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι χρήσιμα: η λειτουργία μιας επιπλέον φυλακής σε μια χώρα εξ αιτίας της αυξημένης εγκληματικότητας θα δημιουργήσει νέο ΑΕΠ και νέα εισοδήματα. Ευημερία όμως; Το ίδιο και η υλοτόμηση ενός δάσους, το οποίο δεν προκαλεί τη δημιουργία ΑΕΠ όταν απλά μας παρέχει καθαρό αέρα, αναψυχή και αποτελεί καταφύγιο χλωρίδας και πανίδας, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει αν μετατραπεί σε ξυλεία και στη συνέχεια σε οικόπεδα ή σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όπως στον Αμαζόνιο. Η λειτουργία ενός εργοστασίου αφαλάτωσης δημιουργεί περισσότερο ΑΕΠ και επιχειρηματικά κέρδη από την άντληση φυσικού νερού. Το ίδιο και η λειτουργία κλιματιστικών αντί του φυσικού αερισμού. Πόσο μάλλον αυτό ισχύει για τους πολέμους και την παραγωγική μηχανή που τους υποστηρίζει, σε αντίθεση με την ειρήνη. Επομένως καλούμαστε να ορίσουμε ξανά τι θεωρούμε ανάπτυξη.

Ήδη από τη δεκαετία του ’70 ο ΟΗΕ έχει δημιουργήσει τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index) δίνοντας ευρύτερο περιεχόμενο στην έννοια της ανθρώπινης ευημερίας: έτσι εκτός από το ΑΕΠ στον δείκτη αυτόν συνεκτιμώνται το επίπεδο εκπαίδευσης και την προσδοκώμενη διάρκεια ζωής κατά τη γέννηση, ώστε να προσδιοριστεί το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας. Το παραπάνω αποτελεί ουσιαστική διαφοροποίηση αφού εισάγονται στην εκτίμηση της ευημερίας μη οικονομικές παράμετροι που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό σύστημα και το επίπεδο του συστήματος υγείας της χώρας. Η αλλαγή αυτή άφησε όμως ανεπηρέαστο το μοντέλο ανάπτυξης που συνέχισε να στηρίζεται στην ενταντικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας.

Πράγματι την ίδια περίοδο οι οικονομικές πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο «θεοποιούν» την αποτελεσματικότητα των αγορών σε βάρος της μη αποτελεσματικής κρατικής ρύθμισης εστιάζοντας την προσοχή τους στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ενώ η μεγιστοποίηση των επιχειρηματικών κερδών αντικατέστησε το στόχο της κοινωνικής ευημερίας (βλέπε απασχόληση, εισοδήματα). Η διείσδυση των περιβαλλοντικών «ανησυχιών» στο οικονομικό οικοδόμημα, παρά την υπέρμετρη χρήση του όρου της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε τομείς όπου δεν διαταράσσεται η «παντοκρατορία» της αγοράς, αλλά αντίθετα δημιουργεί ευκαιρίες για περισσότερα κέρδη στους καινοτόμους που υιοθετούν νέες «καθαρές» τεχνολογίες και παράγουν προϊόντα φιλικά ως προς το περιβάλλον. Όμως, η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσο η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης είναι κατάλληλη για να υποστηρίξει μια εντελώς διαφορετική πολιτική, ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης και δεν αποτελεί ένα «πράσινο» άλλοθι στον νεοφιλελευθερισμό. Η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης «εισέβαλε» στο επιστημονικό λεξιλόγιο αλλά και στην καθημερινή συζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν τα περιβαλλοντικά προβλήματα φαινόταν να παίρνουν σημαντικές διαστάσεις και άρχισαν να απειλούν την ευημερία των κατοίκων του πλανήτη μας. Η έκθεση της Επιτροπής Brundtland όρισε τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ως «την ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακινδυνεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Η έννοια των «αναγκών» αναφέρεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων όπως η ένδυση, η στέγαση, η διατροφή και η εκπαίδευση, στην ικανοποίηση των οποίων πρέπει να δοθεί προτεραιότητα[2]. Η έννοια της ικανοποίησης των αναγκών της παρούσας (ενδογενεακή ισότητα) αλλά και των μελλοντικών γενεών αναφέρεται στη μακροχρόνια προοπτική που πρέπει να έχει η ανάπτυξη (διαγενεακή ισότητα). Όμως η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών (βασικών και μη) πρέπει να γίνεται μέσα στα όρια αντοχής του οικοσυστήματος, δηλαδή του συστήματος που υποστηρίζει τη ζωή παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η συνεχής επέκταση του οικονομικού συστήματος επ’ αόριστο, ενώ δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι ήδη χρησιμοποιούμε περισσότερους πόρους απ’ όσους αναπαράγει η φύση (ανανεώσιμοι πόροι), ενώ παράγουμε και περισσότερα απόβλητα απ’ όσα μπορεί να απορροφήσει το οικοσύστημα και ότι αν δεν μειωθεί άμεσα και δραστικά η οικονομική δραστηριότητα, το οικοσύστημα θα καταρρεύσει.

Κατά συνέπεια η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα:
-       οικονομικά αποτελεσματική, δηλαδή να παράγει το μέγιστο του προϊόντος με τις διαθέσιμες εισροές και την υπάρχουσα τεχνολογία, ώστε να μην υπάρχει σπατάλη των πολύτιμων και σε ανεπάρκεια πόρων. Η έννοια αυτή δεν σημαίνει αυτόματα ότι πρέπει να παράγουμε περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή να αυξάνουμε το ΑΕΠ, ενώ εφόσον διαπιστώνεται ότι έχουμε υπερβεί τα οικολογικά όρια η χρήση πόρων πρέπει να μειωθεί.
-       κοινωνικά δίκαια, δηλαδή να διαχέει τα οφέλη σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα πρέπει όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά να καλύπτουν αξιοπρεπώς τουλάχιστον τις βασικές τους ανάγκες. Επομένως, είναι απαραίτητο όπως το παραγωγικό σύστημα προσαρμοστεί, ώστε να τείνει προς εξάλειψη η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι εισοδηματικές ανισότητες, να διευκολύνεται η πρόσβαση σε σωστές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού, αναψυχής και γενικά να ικανοποιούνται τα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
-       περιβαλλοντικά βιώσιμη, δηλαδή να επιτρέπει τη διατήρηση τουλάχιστον του ελάχιστου φυσικού κεφαλαίου που είναι απαραίτητο, ώστε να διατηρούνται οι λειτουργίες του που είναι απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία. Η διατήρηση των περιβαλλοντικών λειτουργιών επιτρέπει τόσο την παροχή πόρων (όπως νερό, έδαφος, οξυγόνο), απαραίτητων για την ανθρώπινη ζωή και την παραγωγή αγαθών (πχ. τροφίμων) όσο και την παροχή υπηρεσιών, όπως η αφομοίωση αποβλήτων (πχ. δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, αποδόμηση στερεών αποβλήτων), η ρύθμιση του κλίματος, η επικονίαση, η παροχή υπηρεσιών αναψυχής, η ύπαρξη βιοτόπων ικανών για τη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας, η διατήρηση της τροφικής αλυσίδας κλπ. Η διατάραξη ή ακόμη περισσότερο η αναστολή μιας των λειτουργιών αυτών που παρέχονται δωρεάν στον άνθρωπο δημιουργούν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα όπως έλλειψη νερού, πλημμύρες, απώλεια εδάφους, ύψωση της στάθμης της θάλασσας, απώλειες ειδών κλπ. που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ευημερία προκαλώντας μεγάλες ζημιές στην παραγωγική διαδικασία, ενώ μπορεί να απειλήσουν αυτή καθαυτή τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από την όλο και αυξανόμενη ανθρώπινη δραστηριότητα που οφείλεται τόσο στην αύξηση του πληθυσμού, όσο και στην συνεχώς αυξανόμενη κατά κεφαλή κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών που συνεπάγονται εντατική χρήση του εδάφους, απόσπαση περισσότερων πόρων και παραγωγή περισσότερων και τοξικότερων αποβλήτων.

Στην καρδιά της λειτουργικοποίησης (δηλαδή της εφαρμογής στην πράξη) της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται η εκτίμηση, η αξιολόγηση και τελικά η διαχείριση των σύνθετων αλληλεπιδράσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων. Για παράδειγμα, η οικονομική μεγέθυνση είναι πιθανή μέσω την αποδέσμευσης των δημιουργικών δυνάμεων των ανθρώπινων κοινωνιών που είναι ικανές για τη μετατροπή της φύσης με στόχο την ικανοποίηση των βασικών αναγκών και την παραγωγή άλλων υλικών ευκολιών για την καθημερινή ζωή. Όμως, όπως ειπώθηκε και προηγούμενα, αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού συχνά συνεπάγεται την εξάντληση του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση της ατμόσφαιρας, κλιματική αλλαγή και απώλεια βιοποικιλότητας. Κατά συνέπεια όσοι λαμβάνουν αποφάσεις χάραξης πολιτικής βρίσκονται αντιμέτωποι με δύσκολες αποφάσεις σωστής εξισορρόπησης μεταξύ οικονομικών και περιβαλλοντικών στόχων καθόσον η αύξηση των κερδών σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιοχές καθορίζουν το επίπεδο και το ρυθμό των επενδύσεων που με τη σειρά τους καθορίζουν τις μελλοντικές δυνατότητες παραγωγής και δημιουργίας νέων εισοδημάτων. Οι επιλογές είναι δύσκολες και πρέπει να βασίζονται στην αξιολόγηση των θετικών και αρνητικών οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των πολιτικών, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζονται από την εξωτερική συγκυρία. Περιθώρια για συμβιβασμούς μεταξύ στόχων υπάρχει: όπου δημιουργούνται οφέλη σε μια από τις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης που συνεπάγονται απώλειες σε κάποια άλλη, πρέπει να προσδιορίζονται και να ελαχιστοποιούνται με τα κατάλληλα μέτρα.

Η Βιώσιμη Ανάπτυξη αποτελεί περισσότερο μια διαδικασία συνεχούς βελτίωσης των αποτελεσμάτων και στις τρεις διαστάσεις της, παρά ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο στόχο που πρέπει να ικανοποιηθεί. Άλλωστε οι διαφορετικές χώρες και περιοχές έχουν διαφορετική αφετηρία, διαφορετικά προβλήματα, διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές δομές, διαφορετικούς πόρους και περιβαλλοντικά προβλήματα και επομένως θέτουν τους δικούς τους στόχους τους οποίους πρέπει να ικανοποιήσουν. Οι στόχοι αυτοί διαφοροποιούνται, όπως και στην «συμβατική» οικονομική προσέγγιση, σε βραχυ-, μεσο- και μακροπρόθεσμους και η ικανοποίηση τους απαιτεί αντίστοιχες δράσεις, πρακτικές και πολιτικές που ενσωματώνονται σε εθνικές ή περιφερειακές στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης. Όμως, σε αντίθεση με την οικονομική προσέγγιση, οι στρατηγικές αυτές θα πρέπει να έχουν σφαιρική, ολοκληρωμένη προσέγγιση.

Σήμερα, τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν θέσει ως υπέρτατο στόχο την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης και ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών –μεταξύ των οποίων και η χώρα μας - υποχρεώνεται να επεξεργαστεί και να δημοσιοποιήσει την εθνική της στρατηγική. Όμως, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις αρχών, οι στρατηγικές αυτές παραμένουν ως επί το πλείστον στα χαρτιά ως αδύναμες περιβαλλοντικές πολιτικές που φροντίζουν να μην «ενοχλούν» τους στόχους της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, ενώ η διάσταση της κοινωνικής ισότητας απουσιάζει παντελώς.

Η λέξη «βιώσιμη» εμφανίζεται ως επιθετικός προσδιορισμός κάθε παραγωγικής δραστηριότητας (πχ. βιώσιμη γεωργία, βιώσιμος τουρισμός, βιώσιμες μεταφορές, βιώσιμη ενέργεια κλπ) και γενικότερα κάθε ανθρωπογενούς δράσης. Όμως, παρόλη την κατάχρηση του όρου από πολιτικούς, επιστήμονες, ΜΜΕ και πολίτες, ούτε συμφωνία φαίνεται να υπάρχει σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, αλλά ούτε και βελτίωση της περιβαλλοντικής κατάστασης αν κρίνει κανείς από τις εκθέσεις των Διεθνών Οργανισμών που συνεχίζουν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή.

Δεν είναι λίγοι που υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι κενή περιεχομένου μια και δεν είναι δυνατόν να συμβαδίσουν οικονομική ανάπτυξη και διατήρηση του περιβάλλοντος, αλλά αποτελεί άλλοθι για όσους δεν θέλουν να ανακόψουν την τάση για παραγωγή συνεχώς περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών προωθώντας ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι «ουτοπία» να αναμένεται ο συμψηφισμός των οικονομικών στόχων με τους περιβαλλοντικούς και τους κοινωνικούς, εξ αιτίας της δύναμης που έχουν οι οικονομικά ισχυροί του πλανήτη. Άλλωστε ουτοπία δεν θεωρείται και η εφαρμογή μιας πραγματικά προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής; Μήπως όμως η σημερινή κρίση πρέπει να κάνει να σκεφτούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο προσέγγισης; Οι μεγάλες κρίσεις δεν φέρνουν και τις μεγάλες ανατροπές; Η εφαρμογή της έννοιας της Βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μια μεγάλη ανατροπή που όμως σήμερα έχει γίνει αναγκαιότητα.
 
ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, Γενάρης 2009 

[1] Η ανάδυση πολυεκατομυριούχων επιχειρηματιών στην Αίγυπτο, στην Ινδία, στην Κίνα, στη Ρωσία των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης δεν συνοδεύεται από βελτίωση του επιπέδου ευημερίας για όλους. Το αντίθετο μάλιστα!!!
[2] Η αντιμετώπιση της φτώχειας δεν έχει μόνο κοινωνικό περιεχόμενο μια και έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει στενή αιτιώδης σύνδεση φτώχειας και περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Προτάσεις για αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει την παραχώρηση απλής χρήσης αιγιαλού και την συνεπή εφαρμογή της.

 Προς:  Κ. Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών,  Κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κοι...