ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η κρίση του 2009 ανέδειξε τις
στρεβλώσεις του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε όλη τη μεταπολεμική περίοδο
και ενισχύθηκε κατά τη μεταπολιτευτική. Η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ το 1981
και στην Ευρωζώνη το 2002 λειτούργησε «καθησυχαστικά» αντί να κινητοποιήσει όλο
το δυναμικό της χώρας αφού η στενή σύνδεση της με έναν από τους ισχυρούς πόλους
της παγκόσμιας οικονομίας δεν είχε μόνο πλεονεκτήματα και ευκαιρίες αλλά είχε
και κινδύνους. Δυστυχώς τα πλεονεκτήματα και οι ευκαιρίες (χρηματοδοτήσεις,
νέες αγορές, δυνατότητες δικτύωσης, ενιαίο ισχυρό νόμισμα κλπ) δεν
αξιοποιήθηκαν, ενώ οι κίνδυνοι μετατράπηκαν αρχικά σε μειονεκτήματα και σήμερα
σε εφιάλτη.
Ενας αντικειμενικός παρατηρητής των
εξελίξεων της ελληνικής οικονομίας και ειδικά της αναπτυξιακής πορείας της όπως
καταγράφεται μέσα από την εξέλιξη του ΑΕΠ και τη διάρθρωση του θα μπορούσε
εύκολα να καταγράψει εδώ και πολλές δεκαετίες τα εξής στοιχεία:
-
Υστέρηση των
εξαγωγών έναντι των εισαγωγών με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρθρωτικό έλλειμμα στο
ισοζύγιο πληρωμών. Το έλλειμμα αυτό που κάλυπταν σε κάποιο βαθμό παλαιότερα τα
εμβάσματα των μεταναστών και των ναυτικών και ο τουρισμός από τη δεκαετία του
70 και μετά, δείχνει τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και επιδρά
αρνητικά στο ΑΕΠ. Σήμερα η μείωση του ελλείμματος οφείλεται κύρια στη μείωση
της εσωτερικής ζήτησης και πολύ λίγο στην αύξηση των εξαγωγών λόγω βελτίωσης
της ανταγωνιστικότητας
-
Η αύξηση του ΑΕΠ
διαχρονικά οφείλεται κατά συνέπεια στους άλλους 3 παράγοντες: τις δημόσιες
δαπάνες και επενδύσεις, σε ιδιωτικές επενδύσεις και στην εγχώρια κατανάλωση. Ουδέν
μεμπτόν:
-
Αν η δημόσια παρέμβαση δεν διευρύνει συνεχώς
το δημόσιο χρέος (αφού η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή και η φοροκλοπή
οργιάζουν) ενώ παράλληλα δεν δημιουργούνται ούτε σωστές υποδομές, ούτε ένα ισχυρό
κράτος πρόνοιας, ούτε σωστή εκπαίδευση και έρευνα, αλλά αντίθετα ενισχύονται
κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις μέσα από ένα αδιαφανές και διαφθαρμένο σύστημα
κατασκευής δημόσιων έργων, προμηθειών και επιδοτήσεων.
-
Αν η ιδιωτική
επένδυση δεν κατευθύνεται κυρίως στην οικοδομή και παρεμπιπτόντως σε παραγωγικές επενδύσεις. Στη πλειοψηφία τους
οι τελευταίες δεν είχαν ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά (εισαγωγή καινοτομιών,
εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, νέες τεχνολογίες) με αποτέλεσμα να στρέφονται
κυρίως στην εγχώρια αγορά όπως φαίνεται από το εμπορικό έλλειμμα.
-
Αν η ιδιωτική
κατανάλωση δεν διογκώνεται τεχνητά (ειδικά από τη 10ετία του 90 και μετά) μέσα
από ξέπλυμα «βρώμικου χρήματος» (συμπεριλαμβανόμενης της φοροδιαφυγής κλπ) και
αυξανόμενο δανεισμό.
Η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ και των
ατομικών εισοδημάτων (δηλωμένων ή μη), συνεχίστηκε μέχρι την δεκαετία του 2000
όταν άρχισαν οι δομικές αυτές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας να μην μπορούν
να αντιμετωπιστούν (οι αδυναμίες είχαν εμφανιστεί και στις προηγούμενες
δεκαετίας αλλά καλύφθηκαν από την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία που προσέφερε φτηνό
χρήμα για δάνεια, ενώ υπήρχε αυξανόμενη εισροή κοινοτικών πόρων), ενώ η
κατάρρευση ήρθε απότομα λόγω της παγκόσμιας κρίσης που επιδείνωσε το διεθνές
περιβάλλον και εμφάνισε τον «βασιλιά γυμνό». Τόσο γυμνό, που δεν μπόρεσε να
αντιδράσει αφού πρακτικά δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα στους τομείς εκείνους
που δείχνουν ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια. Πιο συγκεκριμένα αν συγκρίνει
την ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία των ανταγωνιστικών κλάδων (κυρίως γεωργία,
βιομηχανία, τουρισμός) μεταξύ Ελλάδας
και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα διαπιστώσει το χάσμα. Αν μάλιστα κάποιος
αναλύσει τη παραγωγική δομή των περιφερειών της χώρας θα διαπιστώσει το μέγεθος
του δράματος: βασικοί τομείς είναι το εμπόριο, οι κατασκευές και η διαχείριση
ακίνητης περιουσίας. Ένα δράμα που εξελίχθηκε σε τραγωδία εξ αιτίας της μείωσης
της ζήτησης που είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις ειδικά σε αυτούς τους κλάδους
όπως δείχνουν τόσο η μείωση του ΑΕΠ όσο και η αύξηση της ανεργίας και της
μετανάστευσης.
Η συνοπτική αυτή περιγραφή της
πορείας μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα απλουστευτική, θεωρείται όμως απαραίτητη
για να δώσει περιεχόμενο στην πρόταση της Δημοκρατικής Αριστεράς για αλλαγή του
αναπτυξιακού προτύπου. Αλλαγή που πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α) να
εστιάζεται στην εξωστρέφεια της οικονομίας με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας,
β) να βασίζεται σε ολοκληρωμένη στρατηγική, γ) να έχει χωρική διάσταση, δ) να
είναι αποκεντρωμένη και ε) να υπακούει στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Αναλυτικότερα:
·
Εξωστρέφεια με
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας: αποτελεί την
υπ’ αριθμό ένα προτεραιότητα αφού είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν επιχειρήσεις
που θα παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που είτε θα εξάγονται, είτε θα μπορούν να αντιμετωπίζουν
με επιτυχία τον ανταγωνισμό από ομοειδή προϊόντα στην εσωτερική αγορά. Η
επίτευξη του στόχου αυτού δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη μείωση του
εργατικού κόστους αλλά αντίθετα από την αύξηση της παραγωγικότητας που θα
εξασφαλίσει η εισαγωγή τεχνολογικών και άλλων καινοτομιών και η παραγωγή νέων
ποιοτικών αγαθών και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης που θα ενσωματώνουν
κεφάλαιο, γνώση και εξειδικευμένη εργασία. Η αξιοποίηση τοπικών πόρων (φυσικών,
πολιτιστικών, παραδοσιακής γνώσης, ασφαλών προϊόντων διατροφής κλπ) αλλά και η
νέα πολιτιστική δημιουργία πρέπει να υποστηριχθούν κατάλληλα όπως και οι τομείς
που συνδέονται με την βελτίωση της χρήσης των φυσικών πόρων (πχ. βελτίωση ενεργειακής απόδοσης,
αξιοποίηση βιοποικιλότητας, διαχείριση στερεών αποβλήτων κλπ) αφού μπορούν να
δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Η
επίτευξη του στόχου αυτού προϋποθέτει τη δημιουργία σταθερού και ελκυστικού
επιχειρηματικού πλαισίου (πχ. σταθεροί φορολογικοί κανόνες, μείωση της γραφειοκρατίας
κλπ), καθώς και ενός στοχευμένου συστήματος κινήτρων (επιχορηγήσεις,
φορολογικές απαλλαγές, πρόσβαση σε δανειοδοτήσεις με ευνοϊκούς όρους) που δεν
θα βάζει στο ίδιο επίπεδο το εμπόριο, τα ελεύθερα επαγγέλματα, τον
κατασκευαστικό τομέα και τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
·
Ολοκληρωμένη
στρατηγική: μέχρι σήμερα μετά από σχεδόν 30
χρόνια από την πρώτη εφαρμογή των προγραμμάτων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών
ταμείων στη χώρα μας και την εισαγωγή του πολυετούς σχεδιασμού, η αδυναμία για
ολοκληρωμένο σχεδιασμό με σαφείς και ιεραρχημένους στόχους παραμένει έντονη.
Αντίθετα το πολιτικό και διοικητικό σύστημα παραμένει προσκολλημένο στα
μεμονωμένα έργα υποδομής – και ιδιαίτερα τα μεγάλα έργα – ανεξάρτητα από την
συμβολή τους στην ανάπτυξη. Ο μηχανισμός παραγωγής μελετών - κατασκευών για
έργα υψηλού κόστους έχει πολλούς συμμάχους σε όλο το κύκλωμα (δημόσιες
υπηρεσίες, πολιτικοί, εργολάβοι). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι αξιολογήσεις
που έγιναν μετά από την υλοποίηση των διαδοχικών κοινοτικών πλαισίων στήριξης σε
ότι αφορά τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα τους στη περίπτωση της Ελλάδας έδειχναν
πάντα υστέρηση σε σχέση με ομοειδείς χώρες. Σήμερα είναι απαραίτητο παρά ποτέ
να υπάρξει συνολικός σχεδιασμός πολιτικών και πολυτομεακών δράσεων με τις
απαραίτητες ιεραρχήσεις μετά από διεξοδική ανάλυση των αναπτυξιακών προβλημάτων
και των αιτίων που τα προκαλούν με αξιοποίηση των χρηματοδοτήσεων ανεξάρτητα
από ποιά πηγή προέρχονται (διαρθρωτικά ταμεία, άλλοι ευρωπαικοί πόροι πχ. ΕΤΕ,
εθνικοί πόροι, κλπ.). Οι δράσεις που θα επιλέγονται τελικά για χρηματοδότηση
πρέπει να έχουν υψηλή συμβολή στην επίλυση των αιτίων που δημιουργούν τα
προβλήματα είτε αυτά είναι οικονομικά, είτε κοινωνικά, είτε περιβαλλοντικά και
όχι απλά υψηλή συμβολή στην επανεκλογή.
·
Χωρική
διάσταση: Μέχρι σήμερα ο όποιος
σχεδιασμός έγινε δεν έλαβε υπόψη του ότι δεν έχουμε μια χώρα με ομοιογενή
χαρακτηριστικά. Υπάρχουν πρακτικά τέσσερεις μεγάλες γεωγραφικές ενότητες, «τέσσερεις
Ελλάδες»: η αστική, η αγροτική, η ορεινή και η νησιωτική. Για κάθε μία από
αυτές τις περιοχές-ζώνες θα πρέπει να υπάρξει εκπόνηση διαφορετικής
αναπτυξιακής στρατηγικής με διαφορετικούς στόχους, προτεραιότητες και μέσα που
να λαμβάνει υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις αδυναμίες και τα
πλεονεκτήματα τους. Ο στρατηγικός αυτός σχεδιασμός είναι ευθύνη του κεντρικού
κράτους, ενώ οι περιφέρειες θα πρέπει να αναλάβουν να εξειδικεύσουν τη
στρατηγική αυτή στη περιοχή ευθύνης τους λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Για παράδειγμα το σχέδιο για τη Περιφέρεια
Θεσσαλίας θα πρέπει να έχει ένα ισορροπημένο μείγμα στρατηγικής αφού
περιλαμβάνει και τους τέσσερεις τύπους περιοχών, ενώ το Ν.Αιγαίο είναι αμιγώς
νησιωτική περιοχή κυρίως με μεσαία και μικρά νησιά σε αντίθεση με ότι
συμβάνει στη Κρήτη.
·
Αποκέντρωση
στην υλοποίηση του αναπτυξιακού σχεδιασμού: η λειτουργία των αιρετών περιφερειών στις οποίες έχει ανατεθεί ο
αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να ενισχυθεί με την εκχώρηση σε αυτές όλων των
έργων που είναι περιφερειακής σημασίας ώστε να έχουν την ευθύνη και να
λογοδοτούν στους πολίτες που τους εκλέγουν. Αντίστοιχα, οι δήμαρχοι θα πρέπει να
αναλαμβάνουν έργα και δράσεις που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών σε
επιχειρήσεις και πολίτες και την κάλυψη τοπικών αναγκών. Αντίθετα τα Υπουργεία
πρέπει να επικεντρωθούν στη χάραξη και υλοποίηση των κλαδικών πολιτικών, του
στρατηγικού σχεδιασμού και των οριζόντιων δράσεων που αφορούν στις
συγκεκριμένες πολιτικές. Είναι αδιανόητο οι υπουργοί και τα επιτελεία τους να
ασχολούνται με χρηματοδοτήσεις, διαγωνισμούς και ελέγχους έργων τοπικής
σημασίας και γενικότερα με επίλυση τοπικών θεμάτων απλά για να συντηρούν το
πελατειακό σύστημα, αντί να ασχολούνται με τη χάραξη και την υλοποίηση μιας μακροπρόθεσμης
εθνικής πολιτικής. Η τελευταία όσο δεν αποτελεί κυβερνητική προτεραιότητα και
συνεχίζει να είναι αποσπασματική και αναποτελεσματική έχει ως συνέπεια ένα
συνεχές ράβε-ξήλωνε ακόμη και μεταξύ υπουργών της ίδιας κυβέρνησης γεγονός που μας
έχει οδηγήσει στα σημερινά αναπτυξιακά αδιέξοδα.
·
Βιώσιμη
ανάπτυξη: το νέο αναπτυξιακό πρότυπο δεν
μπορεί να είναι στενά οικονομικό εστιάζοντας μόνο στην αύξηση της δυνατότητας
παραγωγής της οικονομίας ειδικά βραχυχρόνια σε τομείς όπως πχ. οι κατασκευές όσο
και αν αυτό είναι επείγον στη σημερινή συγκυρία, αλλά να επενδύσει κύρια στην
εξωστρέφεια της. Εξ ίσου επείγον είναι τα οφέλη που προκύπτουν από την
αναπτυξιακή διαδικασία να διαχέονται στη κοινωνία ώστε να ελαχιστοποιούνται
συνθήκες φτώχειας, ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από τους
κατάλληλους μηχανισμούς. Οι τελευταίοι θα συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας
του ανθρώπινου δυναμικού με μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, την
δια βίου εκπαίδευση για συνεχή βελτίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων με στόχο
την εύρεση εργασίας ή την αυταπασχόληση ειδικά με την ενεργοποίηση των
Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων για ανάληψη οικονομικών,
επιχειρηματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων αλλά και των Κοινωνικών
Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων Κοινωνικής Ενταξης ώστε άτομα με ιδιαίτερες
δυσκολίες να μην παραμένουν στο περιθώριο της ζωής. Ταυτόχρονα παραμένει
επείγουσα η διατήρηση των λειτουργιών του περιβάλλοντος και η προσαρμογή μας
στις κλιματικές αλλαγές δράσεις απαραίτητες όχι μόνο για την εξασφάλιση ποιότητας
ζωής, αλλά και στην θωράκιση και διατήρηση και αυτών των οικονομικών και
ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Παράλληλα η
συμμόρφωση της χώρας μας με τις διεθνείς υποχρεώσεις της (πχ. διαχείριση νερών, υγρών και στερεών
αποβλήτων, προστασία βιοποικιλότητας και τοπίου, εξοικονόμηση ενέργειας και
μείωση παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου, κλπ) θα δημιουργήσει πρόσθετες
δραστηριότητες και όχι μόνο βαριά πρόστιμα και υψηλούς κινδύνους για μη
χρηματοδότηση του νέου ΕΣΠΑ .
Η Δημοκρατική Αριστερά πρέπει να
υποστηρίξει ότι προϋπόθεση για την επιτυχία στην αλλαγή του αναπτυξιακού
προτύπου είναι η εξασφάλιση ισχυρών δομών-θεσμών με ξεκάθαρους ρόλους και
νομοθετικό πλαίσιο και σταθερού πλαισίου κλαδικών πολιτικών. Για το λόγο αυτό
είναι απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις τόσο στη λειτουργία του κεντρικού
κράτους, όσο και του Καλλικράτη που διέπει τη λειτουργία της αποκεντρωμένης
διοίκησης και της αυτοδιοίκησης.