Είναι βιώσιμη η τουριστική μεγέθυνση; Αξιολόγηση της κατάστασης και εναλλακτικά σενάρια[1]

 

Το πόσοι τουρίστες θα έρθουν και φέτος, αφού  ήδη το 2024 να έχει ξεπεραστεί το φράγμα των 40 εκ αφίξεων, πόσα είναι τα καινούργια ξενοδοχεία και μάλιστα σε μονάδες πολυτελείας από τα διεθνή brand αλλά και κατά πόσο θα σπάσει το ρεκόρ συνολικών εισπράξεων κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση από τους οπαδούς της χωρίς όριο τουριστικής μεγέθυνσης, που βλέπουν στον τουρισμό την ατμομηχανή της ανάπτυξης.

Η παράλληλη συζήτηση που γίνεται ότι λείπουν πάνω από 100 χιλιάδες εργαζόμενοι δεν απασχολεί, τουλάχιστον τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που έτσι κι αλλιώς τα πριν τη πανδημία χρόνια στηριζόντουσαν στους φτηνούς «εκπαιδευόμενους» εισαγόμενους από τις ανατολικές χώρες, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας.

Συμπλήρωμα της συζήτησης αυτής είναι η ανάγκη για περισσότερες υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν άμεσα ώστε να αναβαθμιστούν αεροδρόμια, λιμάνια & πλοία, δρόμοι, (ο σιδηρόδρομος έχει βγει εντελώς από τη συζήτηση), συστήματα ύδρευσης (συμπεριλαμβανόμενων και νέων αφαλατώσεων), αποχέτευσης και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, δίκτυα ενέργειας (κυρίως ΑΠΕ) και επικοινωνιών για να καλύψουν τις ανάγκες της πρόσθετης τουριστικής ζήτησης.

Το που θα βρεθούν οι οικονομικοί πόροι, κατά πόσο θα είναι ανταποδοτικά τα έργα, αλλά και κατά πόσο τα έργα και τα νέα καταλύματα θα αλλοιώσουν οριστικά το ευάλωτο τοπίο και θα υποβαθμίσουν χωρίς επιστροφή τους φυσικούς πόρους απασχολεί εδώ και χρόνια την ομάδα των «καθ’ έξιν γκρινιάρηδων» που ευτυχώς τη τελευταία περίοδο έχει διευρυνθεί λόγω της αύξησης των προβλημάτων και των αντιδράσεων των πολιτών.

Αυτοί θέτουν τα παρακάτω ερωτήματα:

              Είναι ο τουρισμός η «ατμομηχανή, η βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας;» ή υπάρχουν κρυμμένα προβλήματα (η προσέγγιση του «αόρατου βάρους» του τουρισμού). Ποια και πως τα κάνουμε εμφανή ώστε να τα διαχειριστούμε για κοινό όφελος;

              Τι εννοούμε ισχυρή τουριστική πίεση; Η έννοια του ότι ξεπερνιέται το όριο της «φέρουσας ικανότητας» και «ανθεκτικότητας» του προορισμού θα ληφθεί υπόψη;

              Οι κάτοικοι (και οι επισκέπτες) αισθάνονται τον μεγάλο αριθμό τουριστών ως «τουριστική ένταση»;  Ο υπερτουρισμός και πως αντιμετωπίζεται;

              Αλλάζει το σημερινό τουριστικό προϊόν στα νησιά μας, πως και ποιόν ωφελεί περισσότερο;

 

Η ομάδα αυτή επισημαίνει μεταξύ άλλων:

-                      Η κατά κεφαλή δαπάνη των τουριστών τη τελευταία 20ετία δεν αυξάνεται ενώ τα καταλύματα πολυτελείας έχουν ξεπεράσει το 50% του συνόλου και οι υπερπολυτελείς βίλες (ιδιόκτητες και ενοικιαζόμενες) το ίδιο.

-                      Οι μισθοί στον τουρισμό παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλοί σε σύγκριση με τους άλλους οικονομικούς κλάδους, ενώ οι συνθήκες εργασίας έχουν σαφώς χειροτερεύσει (7ημέρες στις 7, 13 + ώρες απασχόλησης)

-                      Οι διαρροές που προκαλεί η τουριστική μεγέθυνση αυξάνονται με την αύξηση των ξένων επενδύσεων, των ξένων εργαζόμενων, των εισαγωγών μέσων μεταφοράς και καυσίμων, προϊόντων και υπηρεσιών για να εξυπηρετηθούν οι τουρίστες αλλά και οι κάτοικοι.

-                      Η παραγωγικότητα της εργασίας στον τουρισμό είναι ιδιαίτερα χαμηλή και δεν συμβάλει στην αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας που την κατατάσσουν στη προτελευταία θέση της ΕΕ σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία

-                      Οι επενδύσεις στην οικοδομή και ειδικά στη κατοικία – τουριστικό κατάλυμα που κυριαρχούν γιατί γεννούν υπεραξίες αλλά και μαύρο χρήμα δεν βελτιώνουν τη διάρθρωση της οικονομίας.

-                      Οι τόποι αλλοιώνονται με αστρονομική ταχύτητα με πολύπλευρες συνέπειες.

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που αφορούν τόσο τα αποτελέσματα του τουρισμού όσο και τις συνέπειες τους στους προορισμούς, οδηγούν στην ανάγκη να ξεκαθαρίσουν οι έννοιες αλλά και οι μέθοδοι για την, έστω προσεγγιστική, ποσοτικοποίηση τους.

Το συμπέρασμα του Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού - ΠΟΤ ότι ο τουρισμός προκαλεί μεγέθυνση αλλά δεν είναι σίγουρο ότι προκαλεί ανάπτυξη και σίγουρα όχι βιώσιμη ανάπτυξη, οδηγεί στην ανάγκη να ξανασυζητηθούν αυτοί οι όροι[2]. Ακόμη περισσότερο μια και οι δύο όροι (μεγέθυνση και ανάπτυξη) τείνουν, κυρίως για λόγους επικοινωνιακούς, να αντικατασταθούν από τον όρο «βιώσιμη ανάπτυξη». Η ευρύτατη και συχνά παραπλανητική χρήση του τελευταίου, έχει οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: έχει αυξήσει τους αρνητές αυτής έννοιας.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για τον ορισμό τους, αλλά πρέπει να υπογραμμί­σουμε από την αρχή ότι μεγέθυνση (growth) και ανάπτυξη (development)[3] εμπλέκουν υποχρεωτικά τόσο την ύπαρξη ή όχι ποιοτικών μεταβολών όσο και την διάσταση του χρόνου στον οποίο συμβαίνουν.

Μεγέθυνση υπάρχει όταν σημειώνεται αύξηση όλων των συντελεστών παραγωγής για να έχουμε επέκταση της κλίμακας της δραστηριότητας. Σε ότι αφορά στον τουρισμό αυτό σημαίνει ότι για να μπορούμε να έχουμε περισσότερους τουρίστες (παραγωγή περισσότερων διανυκτερεύσεων που είναι η μονάδα μέτρησης που καταγράφει την οικονομική εκροή της συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας) χρειάζεται αύξηση τουριστικών κλινών (οι κλίνες αποτυπώνουν την παραγωγική δυνατότητα της δραστηριότητας), αύξηση των εργαζόμενων, αλλά και αύξηση μεταφορικού έργου, αύξηση της κατανάλωσης γης, νερού, ενέργειας και άλλων πόρων, καθώς και αύξηση των παραγόμενων αποβλήτων (στερεά, υγρά, ατμοσφαιρική ρύπανση, ηχορύπανση και φωτορύπανση). Ανάλογη μεταβολή αναμένεται να υπάρχει τόσο στους κλάδους με τους οποίους συνδέεται ο τουρισμός (πχ. ζήτηση για τρόφιμα & ποτά, για λευκά είδη και άλλα είδη εξοπλισμού), όσο και στα μακροοικονομικά μεγέθη (ΑΕΠ, εισόδημα, επενδύσεις, απασχόληση), εφόσον οι διαρροές για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και οι διαρροές εισοδημάτων κεφαλαίου (ξένες επενδύσεις) και εργασίας (αλλοδαποί εργαζόμενοι) παραμείνουν σταθερές. Στη περίπτωση της βραχυχρόνιας αύξησης των οικονομικών μεγεθών είναι επομένως ορθότερο να χρησιμοποιείται ο όρος μεγέθυνση ή αύξηση ή επέκταση, αφού σπάνια σε τόσο μικρό διάστημα καταγράφονται ποιοτικές μεταβολές πχ. αύξηση των διαρροών λόγω εισαγωγών ή αλλαγή της συμμετοχής των οικονομικών κλάδων στη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος. Στη πράξη όμως συμβαίνει να χρησιμοποιείται σχεδόν συστηματικά ο όρος «ανάπτυξη» ανεξάρτητα χρονικού ορίζοντα[4] ή περιεχομένου της μεταβολής που περιγράφεται δημιουργώντας σχετική σύγχυση.

Ο όρος ανάπτυξη αναφέρεται πάντα σε μακροχρόνια περίοδο και περικλείει όχι απλά αύξηση μεγεθών (πχ. εισοδήματος, επενδύσεων, απασχόλησης κλπ) αλλά πρωτίστως  σε ποιοτικές μεταβολές στη δομή της οικονομίας όπως πχ. στον τρόπο παραγωγής, στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες (με προϊόντα και δραστηριότητες να εξαφανίζονται έχοντας κάνει τον κύκλο τους, άλλες να μεταβάλλονται ως προς τον τρόπο παραγωγής τους εισάγοντας καινοτομίες, νέες να εμφανί­ζονται), στη σύνθεση και στη μορφή των επενδύσεων που διαφοροποιούν τα παραγωγικά χαρακτηριστικά του χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου και τη ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης του. Οι μεταβολές αυτές επιδρούν στη μεταβολή της παραγωγικότητας του κλάδου, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζουν άμεσα (πχ. ζήτηση προϊόντων ή υπηρεσιών) και έμμεσα (πχ. διάχυση καινοτομιών) το ευρύτερο τους περιβάλλον.

Το ερώτημα παραμένει αν «είναι στραβός ο τουρισμός ή στραβά αρμενίζει»[5], δηλαδή αν τα εγγενή χαρακτηριστικά του τουρισμού δεν του επιτρέπουν να έχει άλλο ρόλο από αυτόν της μεγέθυνσης ή αν ο τρόπος που αναπτύσσεται ο τουρισμός είναι υπεύθυνος για τη περιορισμένη επίδραση του. Αν είναι το πρώτο, αποτελεί στρατηγικό ατόπημα η επιμονή για συνεχή επέκταση του και οι οικονομικοί πόροι πρέπει να αξιοποιηθούν καλύτερα σε άλλους τομείς με υψηλότερο κόστος ευκαιρίας[6], ενώ αν είναι το δεύτερο, είναι αναγκαίο να υπάρξει στρατηγικό σχέδιο που να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες του τουρισμού να διαδραματίσει πλήρως το ρόλο του.

 

Τι νέο προσθέτει ο στόχος για βιώσιμη ανάπτυξη στη συζήτηση; Την ανάγκη να εκτιμήσουμε τα όρια του περιβάλλοντος και το κατά πόσο η προσπάθεια για κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη εξελίσσεται εντός αυτών. Η προσέγγιση βασίζεται στη διαπίστωση ότι οι φυσικοί πόροι, ανανεώσιμοι και μη, δεν είναι απεριόριστοι, ανεξάντλητοι και δωρεάν διαθέσιμοι, όπως υποστήριζε μέχρι τότε η νέο-κλασσική θεωρία, τόσο σε ότι αφορά στη χρήση τους ως παραγωγικοί συντελεστές όσο και ως αποθήκες και φυσικοί διαχειριστές-επεξεργαστές-αφομοιωτές των αποβλήτων της παραγωγικής διαδικασίας.

Όμως, οι ασάφειες σχετικά με τις προτεραιότητες και τους στόχους της έννοιας της «ανάπτυξης» μεταφέρθηκαν και στη «βιώσιμη ανάπτυξη»: έχουν προτεραιότητα οι οικονομικοί στόχοι σε βάρος των κοινωνικών και της διατήρησης του απαραίτητου περιβαλλοντικού κεφαλαίου ώστε να εξασφαλίζονται οι οικοσυστημικές λειτουργίες; Όχι υποχρεωτικά, αλλά εξαρτάται -όπως και στην έννοια της ανάπτυξης- από την ιδεολογική προσέγγιση που επηρεάζει τις πολιτικές.

Όπως και στη περίπτωση της έννοιας «ανάπτυξη» υπάρχει ένα φάσμα προσεγγίσεων βιωσιμότητας με διαφορετικά χαρακτηριστικά όπου:

-          Η παραγωγή και η δημιουργία περισσότερο τεχνητού κεφαλαίου έχουν απόλυτη προτεραιότητα χωρίς να είναι αναγκαία η κληροδότηση φυσικού κεφαλαίου στις επόμενες γενιές (πολύ ασθενής βιωσιμότητα). Η κατανάλωση του τελευταίου θα συνεχίζεται μέχρις ότου η τιμή του να ανεβεί τόσο πολύ ώστε πλέον να μην συμφέρει η χρήση του λόγω υψηλού κόστους.

-          Η θέσπιση ορίων στην επέκταση της οικονομίας γίνεται με βάση την ανάγκη διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου φυσικών πόρων (φυσικού κεφαλαίου) αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης με την διάχυση των οικονομικών ωφελειών σε όλους (ασθενής βιωσιμότητα). Στη προσέγγιση αυτή η λειτουργία της αγοράς τίθεται κάτω από περιορισμούς και οφείλει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της επίτευξης των στόχων της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ποιότητα ζωής) και της περιβαλλοντικής διατήρησης με τα αναγκαία ανταλλάγματα (trade-offs) μεταξύ τους.

-          Η ανάγκη για μη περεταίρω επέκταση (μεγέθυνση) της οικονομίας και του πληθυσμού είναι απαραίτητη γιατί οι επιπτώσεις που δημιουργούν έχουν τάση να υπερβούν τη διαθεσιμότητα των πόρων και την αντοχή του οικοσυστήματος (ισχυρή βιωσιμότητα). Εδώ η διατήρηση του φυσικού κεφαλαίου και των οικοσυστημικών του λειτουργιών (περιβαλλοντική ευημερία) τίθεται σε ίση βαρύτητα με την κοινωνικο-οικονομική (ανθρώπινη ευημερία).

-          Η ανάγκη για μείωση της οικονομίας και του πληθυσμού αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα, θεωρώντας ότι οι ανάγκες τους σε πόρους και η παραγωγή αποβλήτων έχουν ήδη υπερβεί την αντοχή του οικοσυστήματος με μείωση του φυσικού κεφαλαίου που δεν πρέπει να επιτρέπεται, εισάγοντας την έννοια της αποανάπτυξης (πολύ ισχυρή βιωσιμότητα). Εδώ όλα τα είδη της χλωρίδας και της πανίδας πρέπει να διατηρηθούν, ως ξεχωριστές οντότητες, χωρίς να δίνεται προτεραιότητα στον άνθρωπο που θεωρείται ένα από τα είδη.

 

Για την αποτύπωση και αξιολόγηση της τουριστικής δραστηριότητας χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο τόσο για τη παρακολούθηση της εξέλιξης ερνός προορισμού όσο και σύγκρισης μεταξύ διαφορετικών προορισμών καθορίζοντας ποιες είναι οι βασικοί παράμετροι που αποτυπώνουν με το καλύτερο τρόπο[7]:

-          τη παραγωγική δυνατότητα και τη πραγματική παραγωγή τουριστικών υπηρεσιών (κλίνες και διανυκτερεύσεις αντίστοιχα) και άλλα χαρακτηριστικά (μέση διάρκεια παραμονής, εποχικότητα, πληρότητα) που επηρεάζουν τα αποτελέσματα.

-          το άμεσο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτέλεσμα (αποτύπωμα) του τουρισμού τόσο συνολικά (πχ. σύνολο κατανάλωσης νερού) όσο και την απόδοση του (πχ. κατανάλωση ανά διανυκτέρευση)

-          την επίδραση του αποτυπώματος του τουρισμού (έμμεσες συνέπειες) σε όλες τις διαστάσεις της βιωσιμότητας του προορισμού (πχ. ποσοστό τουριστικής παραγωγής και απασχόλησης στο σύνολο του ΑΕΠ, ποσοστό της κατανάλωσης νερού από τον τουρισμό και επάρκεια νερού στον προορισμό).

 

 

Η καινοτομία της προσέγγισης αυτής σε σχέση με τη τρέχουσα βιβλιογραφία είναι η αξιολόγηση του τουρισμού σε δύο στάδια: πρώτα των άμεσων αποτελεσμάτων του και στη συνέχεια της επίδρασης του στον προορισμό[8]. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η σφαιρική αντίληψη τόσο για τη πίεση της δραστηριότητας με βάση το αποτύπωμα που αφήνει, όσο και την κατάσταση του προορισμού κάτω από την πρόσθετη – ταυτόχρονα με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες του τόπου - επίδραση του τουριστικού αποτυπώματος, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση. Αυτή η προσέγγιση βοηθά τον εντοπισμό των προβλημάτων πχ. μεταξύ έλλειψης ή υψηλής εποχικότητας επισκεπτών, χαμηλής ημερήσιας δαπάνης ή υψηλών διαρροών εκτός της οικονομίας ώστε να ληφθούν τα πλέον αποτελεσματικά για τη περίπτωση μέτρα πολιτικής στο να συμβάλουν περισσότερο στην ανάπτυξη και στο να είναι βιώσιμη.

Με βάση τη προσέγγιση αυτή ακολουθεί μια συνοπτική αποτύπωση ορισμένων σημαντικών μεγεθών σε ότι αφορά την απόδοση του τουρισμού από την Εκθεση του Παρατηρητηρίου για το 2023 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/ekthesis_meletes/ektheseis/), καθώς και από την υπό έκδοση μελέτη του ΚΕΠΕ με τίτλο «Η Συνεισφορά του Τουρισμού στη Ελληνική Οικονομία».

Η αύξηση του συνολικού αριθμού των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων κυρίως των αλλοδαπών τουριστών έχει συμβάλει όπως είναι αναμενόμενο στην αύξηση των συνολικών εσόδων, αν και με μικρότερους ρυθμούς λόγω της σημαντικής μείωσης της μέσης διάρκειας παραμονής στη χώρα από 10,66 ημέρες το 2005 σε 6,55 το 2023.

Όμως τα συνολικά μεγέθη υποκρύπτουν μια αρνητική εξέλιξη που αφορά στην ημερήσια δαπάνη: από το 2005 μέχρι το 2022 κυμαινόταν από 68 μέχρι 80€ σε τρέχουσες τιμές (μόνο το 2023 ανέβηκε στα 87,2€) που όμως σε σταθερές τιμές 2020 έχουν μειωθεί από περισσότερα των 80€ προ κρίσης σε 72,3 το 2022 και 75,9 το 2023 (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: Μέση Ημερήσια Δαπάνη (ΜΗΔ) σε τρέχουσες και σταθερές τιμές (2005-2023)

Πηγή Τράπεζα της Ελλάδας, Επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

 

Την ίδια περίοδο οι κλίνες σε ξενοδοχεία 5* έχουν πολλαπλασιαστεί με αποτέλεσμα να αντιπροσωπεύουν το 25% των συνολικών κλινών σε αντίθεση με το 9% του 2006 (Διάγραμμα 2). Κατά συνέπεια η αύξηση της «πολυτέλειας» (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και ο ταχύτατα αυξανόμενος αριθμός ιδιωτικών βιλών πολυτελείας) δεν αποτυπώνεται στο οικονομικό αποτέλεσμα, όπως αυτό διαπιστώνεται και από μελέτες απόδοσης των ξενοδοχείων.

   

 

 

Διάγραμμα 2: Μεταβολή % ξενοδοχειακών κλινών ανά κατηγορία 2006 & 2023

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

Η υψηλή εποχικότητα και η χαμηλή πληρότητα των μονάδων είναι άλλα δύο στοιχεία που έχουν αρνητική επίπτωση στα οικονομικά των τουριστικών επιχειρήσεων. Αυτό οφείλεται κύρια στο κυρίαρχο τουριστικό προϊόν της χώρας που είναι αυτό των 3S (Ηλιου-Θάλασσας- Παραλίας), με αποτέλεσμα σε πολλούς προορισμούς, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων λειτουργεί για έξι μήνες (Πάσχα-Οκτώβριος), το 75% της κίνησης περιορίζεται σε 45 ή και λιγότερες ημέρες. Από τους προορισμούς αυτούς εξαιρούνται οι προορισμοί που έχουν μεγάλη εξάρτηση από Τour Οperators (ΤΟ) και πτήσεις charter που έχουν καλύτερη κατανομή επισκεπτών στο εξάμηνο αυτό . 

Ο ελληνικός τουρισμός βασίζεται κυρίως στον εισερχόμενο τουρισμό ο οποίος έχει 5πλάσιες αφίξεις και περίπου 8πλάσια δαπάνη από τον τουρισμό των ημεδαπών. Οι ημεδαποί τουρίστες -στους οποίους συνυπολογίζουμε και όσους παραθερίζουν στα ιδιόκτητα σπίτια τους- έχουν μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής και πολύ υψηλότερη εποχικότητα.

Οι τουριστικές επενδύσεις που κορυφώθηκαν τη περίοδο 2007-2009 (Διάγραμμα 3), στη συνέχεια έχουν περιοριστεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα παρά τη σημαντική αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρχει προσαρμογή των επιχειρήσεων στη νέα πραγματικότητα όπως πχ. βιωσιμότητα, προσπελασιμότητα, διαφοροποίηση προϊόντος, ψηφιοποίηση κλπ.

 

Διάγραμμα 3: Εξέλιξη κύκλου εργασιών - επενδύσεων

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ανάλυση βασικών στοιχείων των επιχειρήσεων

 

Διάγραμμα 4: Επενδύσεις ανά εργαζόμενο (2002-2021)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ανάλυση βασικών στοιχείων των επιχειρήσεων

Η μείωση της διάρκειας παραμονής (ταξιδιού) -φαινόμενο που επικρατεί παγκόσμια (fast tourism)- δεν είναι χωρίς και σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αφού, σε συνδυασμό με τα περισσότερα ταξίδια ανά άτομο, συνεπάγεται περισσότερες μετακινήσεις προς και από τους προορισμούς[9], εντονότερη προσπάθεια ώστε να επισκεφθούν οι ταξιδιώτες όσο γίνεται περισσότερα αξιοθέατα κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής τους (με συνέπεια υψηλότερο κυκλοφοριακό φόρτο στους προορισμούς, συνωστισμό και πίεση στα σημαντικότερα θέλγητρα), μεγαλύτερο κόστος στις επιχειρήσεις παροχής καταλύματος για υπηρεσίες καθαριότητας[10] κλπ.

Σε ότι αφορά στην εξέλιξη της απασχόλησης στον τουρισμό δεν ακολούθησε τη γενική τάση: δεν αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία της μεγάλης μεγέθυνσης (1995-2008) και αυξήθηκε υπερβολικά κατά τη περίοδο της κρίσης (2012-2020), σε αντίθεση με ότι έγινε στο σύνολο της οικονομίας.

Διάγραμμα 5: Εξέλιξη μισθωτών στον τουρισμό και στο σύνολο της οικονομίας (1995-2022)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ετήσιοι εθνικοί Λογαριασμοί, απασχόληση

Την ίδια περίοδο παρατηρείται ραγδαία μείωση του κόστους ανά εργαζόμενο. Αυτό προκλήθηκε κατά τη περίοδο της κρίσης κατά την οποία ο τουρισμός υπήρξε το καταφύγιο των ανέργων αφού ήταν πρακτικά ο μόνος κλάδος που ζητούσε εργαζόμενους μετά μια πρώτη περίοδο ύφεσης (2010-2012) λόγω της παγκόσμιας ύφεσης. Οι χαμηλές αμοιβές και η αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε με τη πανδημία οδήγησε -και στην Ελλάδα- σε μεγάλη έξοδο εργαζομένων από το κλάδο, αφού σε συνδυασμό με την υψηλή εποχικότητα και τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, δεν είχε (πλέον) κάποιος εργαζόμενος ικανοποιητικές αμοιβές και μάλιστα ανάλογες των προσόντων του. Ετσι το όλο και αυξανόμενο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλά προσόντα -που είχε βρει «καταφύγιο» στον τουρισμό- έψαξε να βρει εργασία στο κλάδο ειδίκευσης του ή και συνηθέστερα στο εξωτερικό όπως δείχνουν και τα σχετικά δημογραφικά στοιχεία.

Διάγραμμα 6: Εξέλιξη αριθμού και μέσου κόστους μισθωτών

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Διάρθρωση επιχειρήσεων

 

Παρά τη γρήγορη αύξηση του τζίρου η προστιθέμενη αξία κινείται καθοδικά τόσο σε απόλυτους και κυρίως σε σχετικούς όρους, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο κλάδος, όπως λειτουργεί, έχει χαμηλή παραγωγικότητα που οφείλεται εκτός από τη φύση του κλάδου και στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού.

Χαρακτηριστικά απασχόλησης

Σύνολο οικονομίας

Υπηρεσίες καταλύματος

& εστίασης

Φύλο (Γυναίκες)

42,2%

48,6%

Εθνικότητα (Αλλοδαποί)

3,2%

8,1%

Ηλικία (> 29)

12,9%

28,6%

Επίπεδο εκπαίδευσης (<λυκείου)

51,4%

68,6%

Τύπος επαγγέλματος (επίπεδο ειδίκευσης)

49,7%

19,1%

Συνθήκες απασχόλησης

 - μερική απασχόληση

 - προσωρινή σύμβαση

 - μέσος αριθμός ωρών

 - πάνω από 48 ώρες

5,8%

7%

38

20,5%

15,9%

18,5%

42

36,8%

Από την ανάλυση των στοιχείων της Έρευνας Απασχόλησης της ΕΛΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνονται τα «δυσμενή» και μη ελκυστικά χαρακτηριστικά της τουριστικής απασχόλησης: οι γυναίκες, αλλοδαποί & νέοι εργαζόμενοι υπερεκπροσωπούνται στο κλάδο με χαμηλά προσόντα, ανειδίκευτη εργασία σε καθεστώς προσωρινότητας και πολλές ώρες εργασίας  (Πίνακας 1)

 

Πίνακας 1: Χαρακτηριστικά απασχόλησης τουρισμού (κλάδων 55-56) (2022)

Πηγή: ΕΛΛΣΤΑΤ, Ερευνα Απασχόλησης, επεξεργασία Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου

 

Σε ότι αφορά στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού αυξάνεται τόσο από την αύξηση των καταλυμάτων και του αριθμού αφίξεων και διανυκτερεύσεων τουριστών (μεγέθυνση δραστηριότητας) αλλά και με την αύξηση των ξενοδοχείων πολυτελείας που έχουν, με βάση τον νόμο και τις υπηρεσίες που παρέχουν[11], υψηλότερη κατανάλωση πόρων και παραγωγή αποβλήτων. Το ίδιο αφορά και στις μεγάλες εξοχικές κατοικίες[12], που χτίζονται κυρίως εκτός οικισμού και επομένως επιβαρύνουν τον προορισμό με περισσότερες μεταφορές και κατασκευή δικτύων, ενώ επηρεάζουν αρνητικά το τοπίο και τη βιοποικιλότητα λόγω κατάτμησης των ενδιαιτημάτων από τις νέες κατασκευές.

Οι περιβαλλοντικές πιέσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες;

-          Στις μόνιμες που συνδέονται με την αστικοποίηση που προκαλεί ο τουρισμός με άμεση συνέπεια τις αλλαγές στις χρήσεις γης μέσα από τη κατασκευή τόσο των ειδικών υποδομών (καταλύματα και άλλες τουριστικές εγκαταστάσεις) όσο και των ειδικών υποδομών που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη τους (πχ. δίκτυα μεταφορών) και παραμένουν διαρκώς σε ένα τόπο

-          Στις παροδικές που συνδέονται με τη τουριστική παραγωγή (αριθμό διανυκτερεύσεων) και κατανάλωση (μέση κατανάλωση ανά διανυκτέρευση) και συνδέονται με τη κατανάλωση πόρων όπως νερό και ενέργεια αλλά και τη παραγωγή αποβλήτων όπως στερεών, υγρών, ατμοσφαιρικής ρύπανσης, θορύβου και φωτορύπανσης, που διακυμαίνονται ανάλογα με τη τουριστική περίοδο και το καταναλωτικό πρότυπο. 

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακριβής καταγραφή της κατάστασης[13], αλλά αρκετές ενδείξεις & πληροφορίες για προβλήματα όπως πχ.  έλλειψη νερού σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές με εισαγωγή νερού (πλαστικά μπουκάλια), αφαλατώσεις και  αδυναμία διαχείρισης στερεών αποβλήτων με έμφαση στα πλαστικά και άλλα υλικά μιας χρήσης.

 Ενδεικτικά οι χρήση πόρων από τον τουρισμό με βάση τη βιβλιογραφία παρέχονται στον Πίνακα 2

 

Πίνακας 2: Ενταση χρήσης πόρων στον παγκόσμιο τουρισμό - 2010

Πηγή: (Gossling & Peeters, 2015)[14]

Στις συνέπειες του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του τουρισμού αναφέρθηκε εκτενώς η πρόσφατη έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη για τον Τουρισμό[15] που εστίασε κυρίως σε θέματα όπως:

-          Η μη ολοκλήρωση του πλαισίου χωρικού σχεδιασμού και η υπέρβαση των ορίων της φέρουσας ικανότητας.

-          Η εντατική δόμηση και η υποβάθμιση του δημοσίου χώρου.

-          Το αλληλοεπικαλυπτόμενο πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονο­μιάς.

-          Το ελλειμματικό πλαίσιο προστασίας των προστατευόμενων περιοχών και του τοπίου.

-          Η ολοένα αυξανόμενη πίεση στην παράκτια ζώνη.

-          Ο κίνδυνος εξάντλησης ή/και υποβάθμισης των υδάτινων πόρων.

-          Η μη ορθή διαχείριση των αποβλήτων.

-          Η ανάγκη ανάπτυξης οδικού δικτύου.

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών προϋποθέτει τόσο αλλαγές στις πολιτικές διαχείρισης των πόρων και των αποβλήτων, όσο και , κυρίως, επανεξέταση του τουριστικού μοντέλου και της επέκτασης της δραστηριότητας, έτσι ώστε από τη μια πλευρά να περιοριστεί το αποτύπωμα του στη ποιότητα ζωής των κατοίκων και στην ανθεκτικότητα των προορισμών και από την άλλη πλευρά να μειωθεί ο κίνδυνος απώλειας της βιωσιμότητας της ίδιας της δραστηριότητας μέσα από την υποβάθμιση των στοιχείων που βασίστηκε η ελκυστικότητα των προορισμών (τοπίο, παράκτια ζώνη, πολιτιστική κληρονομιά). 

Με βάση τη σύντομη παρουσίαση του αποτυπώματος που αφήνει η τουριστική δραστηριότητα και της επίδρασης του επί της κατάστασης βιωσιμότητας της χώρας[16], θα πρέπει να διερευνηθούν τα μελλοντικά σενάρια που μπορεί και είναι σκόπιμο να ακολουθήσει με βάση το επιθυμητό αποτέλεσμα:

 

Σενάριο 1ο: Στόχος η συνεχιζόμενη μεγέθυνση της οικονομίας της χώρας και η επέκταση της τουριστικής δραστηριότητας καθώς και αυτής του real estate. Στο σενάριο αυτό (σενάριο πολύ ασθενούς βιωσιμότητας) που περιγράφεται ως «business as usual», το τουριστικό προϊόν παραμένει προσηλωμένο στον τουρισμό χαλάρωσης και διασκέδασης χωρίς χωροταξικούς και άλλους περιορισμούς, ενώ δίνεται έμφαση σε νέες επιχειρήσεις και υποδομές μεγάλης κλίμακας.

Είναι το μοντέλο που προωθεί το υπό συζήτηση Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο του Τουρισμού, όπου οι έννοιες του τουριστικού αποτυπώματος και των συνεπειών του επί της φέρουσας ικανότητας των προορισμών, αλλά και τα θέματα υπερτουρισμού και των επιπτώσεων τους στην ικανοποίηση των τουριστών και στη ποιότητα ζωής των κατοίκων, δεν αποτελούν κύριο μέλημα.

Η συνέχιση του μοντέλου αυτού, εκτός από το γεγονός ότι έχει προβλήματα βιωσιμότητας που αγγίζουν και την οικονομική απόδοση των τουριστικών επιχειρήσεων, θα επιτείνει και όλες τις αδυναμίες που περιγράφηκαν προηγούμενα οριστικοποιώντας τη θέση της χώρας -και ιδιαίτερα των τουριστικών περιφερειών της - σε καθεστώς “development trap[17], όπου η προσπάθεια διατήρησης μιας διαδικασίας μεγέθυνσης επιτυγχάνεται με «εξειδίκευση» σε δραστηριότητες χαμηλής καινοτομίας και εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας και της γενίκευσης της εξωτερίκευσης μέρους του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων ώστε να παραμείνουν οικονομικά βιώσιμες. Ο μαζικός τουρισμός και ο τομέας των κατασκευών προσφέρονται για μια τέτοια «στρατηγική» και οι συνέπειες τους στην οικονομία (πχ. διεύρυνση του ελλείμματος των συναλλαγών λόγω της αύξησης των ξένων επενδύσεων, χαμηλή παραγωγικότητα, εστιασμένες επενδύσεις, brain drain κλπ) θα ενταθούν.

Σενάριο 2ο: Στόχος είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό ο ελληνικός τουρισμός οφείλει να προσαρμοστεί στις αρχές της European Agenda for Tourism 2030[18] με τις αναγκαίες, σημαντικές προσαρμογές τόσο στη περιβαλλοντική όσο και στη γενικότερη αναπτυξιακή πολιτική ώστε να συμμορφωθεί στους ευρωπαϊκούς κανόνες (πχ. μείωση όγκου αποβλήτων και κυκλική οικονομία, δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, βελτίωση προσβασιμότητας, ενίσχυση ανθεκτικότητας στους εξωτερικούς κραδασμούς, βελτίωση των προσόντων των εργαζόμενων και του γενικού πληθυσμού κλπ).

Το σενάριο αυτό που εστιάζεται στη διαχείριση των υπαρχόντων, κυρίως περιβαλλοντικών προβλημάτων – μέσα από τη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης του τουρισμού-, και δευτερευόντως των κοινωνικών προβλημάτων – πχ. βελτίωση των δεξιοτήτων- (σενάριο ασθενούς βιωσιμότητας), αναμένεται να οδηγήσει στη βελτίωση συνολικά των αποδόσεων του τουρισμού αφού λαμβάνει υπόψη τα θέματα υπερτουρισμού και φέρουσας ικανότητας των προορισμών. Τέλος, θα πρέπει να αναπτυχθεί μια ολοκληρωμένη εθνική και περιφερειακές τουριστικές στρατηγικής, τόσο μεσοπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες με βάση την υπόδειξη του ΟΟΣΑ[19].

 

Σενάριο 3ο: Στόχος είναι η προσέγγιση των παγκόσμιων στόχων βιώσιμης ανάπτυξης μέσα από την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, ώστε μέσα από την αλλαγή του τουριστικού προϊόντος ώστε να στοχεύει στον τουρισμό ευεξίας για τους επισκέπτες και ευζωίας για τους κατοίκους (βάζοντας φρένο σε φαινόμενα υπερτουρισμού και υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των προορισμών), μέσα από την ανάδειξη των τοπικών πολιτιστικών, περιβαλλοντικών και παραγωγικών πόρων για τη παραγωγή υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας στη παραγωγή των οποίων θα χρησιμοποιείται εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Στο πλαίσιο του σεναρίου αυτού προτείνεται η πλήρης μεταρρύθμιση / ανατροπή της λειτουργίας της τουριστικής οικονομίας με κύριο στόχο τη προσέγγιση των Παγκόσμιων Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Προτείνεται να περιλαμβάνει:

- βελτίωση του αποτυπώματος του τουρισμού μέσα από ανατροπές στο παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο (πχ. λιγότερα αλλά μεγαλύτερης διάρκειας ταξίδια για τη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος των μετακινήσεων, μείωση του διαθέσιμου χώρου ανά άτομο για μείωση του αποτυπώματος στη γη, μείωση της κατανάλωσης νερού ανά διανυκτέρευση, μείωση της καταναλισκόμενης ενέργειας και της παραγωγής κάθε είδους αποβλήτων κ.λπ.) .

 - τον σταδιακό μετασχηματισμό του «μαζικού» τουρισμού «ήλιου και θάλασσας» σε τουρισμό «ευεξίας» για τους επισκέπτες, «ικανοποίησης» για εργαζόμενους και επιχειρηματίες και «ευζωίας» για τους κατοίκους» αξιοποιώντας όχι μόνο το θαλασσινό νερό, αλλά και το θερμό (ιαματικές πηγές) και το γλυκό (ποτάμια και λίμνες) διασπείροντας τη τουριστική δραστηριότητα και στην ενδοχώρα, δημιουργώντας και ένα νέο brand name (πχ. Ελλάδα, η τριλογία του νερού).

- τη διατήρηση και ανάδειξη της ταυτότητας του κάθε προορισμού μέσα από παραγωγή μοναδικών «γαλαζιο-πράσινων» εμπειριών ποιότητας για όσους ενδιαφέρονται για εμπλοκή τους σε ειδικά προϊόντα με βάση τον πολιτισμό (συμπεριλαμβανόμενου και του διατροφικού) και τη φύση (συμπεριλαμβανόμενου και του δομημένου περιβάλλοντος, των αγροτικών τοπίων κλπ) που θα απασχολεί εκπαιδευμένα άτομα για τη παραγωγή τους μετακινώντας τη βάση του τουρισμού από το κατάλυμα στον προορισμό και στις δραστηριότητες.

Για να συμβούν τα παραπάνω είναι απαραίτητη η εκπόνηση Ολοκληρωμένης στρατηγικής που να περιλαμβάνει επιχειρησιακά σχέδια και δράσεις με αντικείμενο:

              Βελτίωση της διακυβέρνησης με δημιουργία Παρατηρητηρίων Tουρισμού και & DMMOs που θα αναλύουν τις εξελίξεις στον τουρισμό και θα λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις με βάση δεδομένα.

              Βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από Επιχειρήσεις με στόχο τη στροφή σε υπεύθυνη επιχειρηματικότητα με έμφαση στη ποιότητα, την τοπικότητα, τη πράσινη και ψηφιακή μετεξέλιξη – επανακατάρτιση εργοδοτών και εργαζόμενων με ανάλογη αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.

 

              Βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από Αυτοδιοίκηση και άλλους φορείς ωθώντας τους επισκέπτες του νησιού να υιοθετήσουν μια περισσότερο υπεύθυνη συμπεριφορά αλλάζοντας το καταναλωτικό τους πρότυπο

             

 

              Διαφοροποίηση του παραγόμενου τουριστικού προϊόντος με αξιοποίηση τοπικών φυσικών, πολιτιστικών και παραγωγικών πόρων & δεξιοτήτων μέσα από τη δημιουργία τοπικών Κέντρων Διήγησης της Τοπικής Ιστορίας που:

o        Θα λειτουργήσει ως χώρος υποδοχής τουριστών όπου θα μπορούν να γνωρίσουν το κάθε νησί μέσα από εποπτικό υλικό (χάρτες, απεικονίσεις, video, φωτογραφίες, μακέτες, ηλεκτρονικές διηγήσεις) των στοιχείων της χλωρίδας, της πανίδας (με έμφαση στη ζώνη Natura και στην αναγνώριση ειδών), της γεωλογίας, του τοπίου (σύνδεση με παραγωγικές δραστηριότητες), και των αρχιτεκτονικών κατασκευών (σπίτια, εκκλησίες, αγροτικά κτίσματα…), της μυθολογίας και της ιστορίας, του πολιτισμού, υλικού και άυλου (πανηγύρια, φαγητό, μουσική, τραγούδια) του νησιού.

o         θα επιτρέψει και σε όλους τους κατοίκους του νησιού  να κατανοήσουν ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία, τι αποτελεί την ταυτότητα του που πρέπει να διατηρηθούν. Και θα διατηρηθούν αν πρώτα οι ίδιοι το καταλάβουν και είναι υπερήφανοι γι’αυτά.

              Χωροταξικό σχέδιο που να αποτυπώνει τις αναπτυξιακές επιλογές

              Αλλαγή της προβολής των προορισμών με rebranding ως βιώσιμων προορισμών

 

Στις έρευνες που υλοποίησε το Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης σε μια σειρά από προορισμούς της χώρας (Ιονια, Σέριφο, Τήνο)[20] κατέγραψε από τη μια πλευρά την υψηλή αποδοχή του τουρισμού ως παράγοντα που βελτιώνει τα οικονομικά των κατοίκων[21] και από την άλλη προβλήματα που συνδέονται με τη ποιότητα ζωής εξ αιτίας φαινομένων υπερτουρισμού και υπέρβασης φέρουσας ικανότητας που αποτυπώνονται με την έλλειψη νερού, κυκλοφοριακά προβλήματα, θόρυβο, αδυναμία πρόσβασης σε παραλίες κλπ. Στο ερώτημα περί βιωσιμότητας του προορισμού ο μέσος όρος των απαντήσεων κυμάνθηκε γύρω από 5 με βαθμολογίες μεταξύ 0 και 10 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/).

 

Επίλογος

Το θέμα της βιωσιμότητας του τουρισμού, αλλά και της Ελλάδας στο σύνολο της (δεδομένης της σημαντικής επίδρασης που έχει ο τουρισμός) δεν είναι ένα ρητορικό ερώτημα, ούτε επιδέχεται εύκολες απαντήσεις. Συνδέεται τόσο με τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, όσο και με το επικρατούν αναπτυξιακό μοντέλο που δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στα οικονομικά από ότι στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποτελέσματα (πολύ ασθενής βιωσιμότητα), παρά τις προσπάθειες που γίνονται τόσο από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρύτερη παγκόσμια κοινότητα (τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο) με την υιοθέτηση από το 1992 και μετά διαφόρων πρωτοβουλιών όπως η Συμφωνία για τη Κλιματική Αλλαγή και οι Παγκόσμιοι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Σε τοπικό επίπεδο, όπου τα προβλήματα της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας και του υπερτουρισμού έχουν αρχίσει να γίνονται αντιληπτά από τους κατοίκους αλλά και από τους εμπλεκόμενους στον τουρισμό (με υπερβάλουσα προσπάθεια για διατήρηση των οικονομικών «κεκτημένων» από επιχειρηματίες και εργαζόμενους), σχηματοποιούνται κυρίως δύο στρατόπεδα μεταξύ των άμεσα και έμμεσα ωφελούμενων από τον τουρισμό: αυτό του πρώτου σεναρίου που θεωρεί ότι οποιαδήποτε «ρυθμιστική» παρέμβαση θα ανακόψει την αύξηση των τουριστικών ροών και αυτό δεν είναι επιθυμητό γιατί ταυτίζεται με την αύξηση των δικών τους κερδών και αυτών που βλέπουν την αναγκαιότητα αλλαγών, λιγότερο ή περισσότερο ριζικών. Και αυτό της ανάγκης για μικρότερες (τουλάχιστον προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στη νομιμότητα) ή μεγαλύτερες αλλαγές όπου οι υποστηρικτές του θα ήθελαν να υπάρξει ένα άλλο, διαφορετικό μονοπάτι, αλλά επειδή δεν αντιλαμβάνονται πιο είναι αυτό, δεν μπορούν να το υποστηρίξουν και αν είναι δυνατόν να το επιβάλλουν.

Βέβαια υπάρχει και μια συνεχώς διευρυνόμενη ομάδα που αποτελείται κυρίως από ντόπιους και «ξένους» λάτρεις των τόπων όπως τους γνώρισαν πριν από δεκαετίες, που αντιλαμβάνονται το πόσο ο τουρισμός έχει αλλοιώσει τη ταυτότητα των τόπων που αγάπησαν, το τοπίο, τους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες τους, τους ήχους και τις μυρωδιές του τόπου. Αυτοί ακόμη δυσκολότερα μπορούν να αποδεχτούν τα όσα γίνονται εδώ και κάποια χρόνια με όλο και μεγαλύτερη ένταση -κυρίως με όχημα τη δόμηση- που οδηγεί σε οριστική απώλεια της ταυτότητας των τόπων ή στη δημιουργία μιας άλλης ταυτότητας που δεν αναγνωρίζουν. Αυτοί θεωρούν το 3ο σενάριο ως το ελάχιστο που πρέπει να γίνει.

Είναι γεγονός ότι ο ευκολότερος δρόμος είναι ο πεπατημένος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οδηγεί στο καλύτερο αποτέλεσμα. Τουλάχιστον όχι σε ότι αφορά στον ελληνικό τουρισμό και στην ελληνική οικονομία γενικότερα. Όπως αποτυπώθηκε και στην εισαγωγή, ο «συμβατικός» τουρισμός προκαλεί μεγέθυνση, αλλά όχι σίγουρα ανάπτυξη. Ο ελληνικός τουρισμός κινδυνεύει σύντομα να μην παράγει ούτε μεγέθυνση αν δεν υπάρξει ένας σοβαρός και μακροχρόνιος σχεδιασμός που θα τον συνδέσει με αλυσίδες αξίας -όπως επιμένει ο ΟΟΣΑ (OECD 2020)-, μείωση των διαρροών και βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Ουδείς λόγος γίνεται για την επίτευξη μέσω του συμβατικού τουρισμού των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, η αλλαγή πλεύσης του τουρισμού μέσα από την αλλαγή του τουριστικού μοντέλου εμφανίζεται, όσο δύσκολη και αν είναι, ως μοναδική πορεία μακριά από τα βράχια.

 

Γιάννης Σπιλάνης

Ομ. Καθηγητής

Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης ( https://llid.aegean.gr/)

Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου ( http://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/)

Τμήμα Περιβάλλοντος - Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 



[1] Πολλά στοιχεία του παρόντος κειμένου έχουν αντληθεί από προηγούμενα έργα του συγγραφέα και ειδικά το «Προϋποθέσεις συμβολής του τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη: η περίπτωση της Ελλάδας» από το Μητροπούλου Α. (επ), 2015, «Ο τουρισμός στην Ελλάδα: Μετασχηματισμοί, αντιστάσεις και προοπτικές», εκδ. ΕΝΑ – Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, σ.51-88. 

[2] Στην Ελλάδα ο όρος «μεγέθυνση» έχει πρακτικά εξαφανιστεί από τον δημόσιο διάλογο και έχει, λανθασμένα, υποκατασταθεί από τον όρο «ανάπτυξη», με περισσότερο εμβληματική τη συζήτηση σχετικά με τη μεταβολή του ΑΕΠ που αποτυπώνει μεγέθυνση και μόνο.

[3] Όταν δεν υπάρχει η προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού «οικονομική» θεωρητικά δεν θα έπρεπε η ανάλυση να περιορίζεται αποκλειστικά σε οικονομικά μεγέθη όπως το ΑΕΠ, οι επενδύσεις, οι εξαγωγές, η παραγωγικότητα, η απασχόληση κλπ αλλά να αναφέρεται και σε κοινωνικές παραμέτρους όπως η κατανομή εισοδήματος, η ανεργία, το επίπεδο εκπαίδευσης κλπ, αυτό που συχνά ονομαζόταν «κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη». Παρ’ όλα αυτά η προτεραιότητα δινόταν σχεδόν πάντα στις οικονομικές παραμέτρους και κυρίως στο ΑΕΠ.

[4] Το πλέον κλασσικό παράδειγμα αφορά τη μεταβολή του ΑΕΠ, αφού ακόμη και για τριμηνιαίες περιόδους η αναφορά γίνεται για ρυθμό ανάπτυξης και όχι μεγέθυνσης.

[5] Το ίδιο ερώτημα το είχε διατυπώσει ο γράφων στη διδακτορική του διατριβή (1986) με τίτλο «Τουρισμός και περιφερειακή ανάπτυξη: η περίπτωση της Ελλάδας» όπου μετά τη διαπίστωση ότι ο τουρισμός είχε προκαλέσει μεγέθυνση στις περιοχές, ειδικά στις νησιωτικές, όπου είχε αναπτυχθεί, δεν φαινόταν να είχε δημιουργήσει θύλακες ανάπτυξης.

[6] Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, αυτό υλοποιείται ενισχύοντας τον τουρισμό τόσο με χρηματοδοτικές ενισχύσεις και ιδιαίτερα με την υπαγωγή του στις στρατηγικές επενδύσεις αλλά και περιβαλλοντικές διευκολύνσεις μέσα από εργαλεία όπως τα ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ, Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, οργανωμένες μορφή ανάπτυξης τουρισμού και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων» (ΟΜΑΤ), Σύνθετα τουριστικά Καταλύματα κλπ. Η χωρίς αξιολόγηση αύξηση της προσφοράς, ενώ μπορεί ο κλάδος να βρίσκεται σε περιοχή φθινουσών αποδόσεων, δεν αποτελεί ορθή οικονομική απόφαση.

[7] Η αρχική φιλοδοξία το πλαίσιο αυτό να περιλαμβάνει πολύ περισσότερες παραμέτρους και μεταβλητές βρήκε ως ανυπέρβλητο εμπόδιο την έλλειψη δεδομένων

[8] Η αναφορά του Bulter (Butler R., 2018, p. 5) ότι μια δραστηριότητα δεν χαρακτηρίζεται ως βιώσιμη από μόνη της αλλά σε σχέση με τον τόπο που αναπτύσσεται, επιβεβαιώνει αυτή την έλλειψη. Κατά συνέπεια ο παγκόσμιος τουρισμός θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τα παγκόσμια όρια, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά, και σε τοπικό επίπεδο να υπάρχει η ανάλογη προσέγγιση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αξιολογηθεί η πίεση που ασκεί ο τουρισμός, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα. Η κατανάλωση 350lit νερού ανά διανυκτέρευση μπορεί να θεωρηθεί ως μάλλον υψηλή ακόμη και για ζεστές χώρες, αλλά και αυτό τελικά θα αξιολογηθεί με βάση τη γενική επάρκεια νερού.

[9] Μαζί με τις μετακινήσεις εντός του προορισμού, οι μεταφορές συμβάλουν στο 75% των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου του τουρισμού που έχει συνολικά ως δραστηριότητα και κυμαίνεται γύρω στο 10% των παγκόσμιων εκπομπών

[10] Σε πολλούς ελληνικούς προορισμούς η μέση παραμονή στο κατάλυμα είναι περίπου 3 ημέρες με ότι αυτό συνεπάγεται

[11] WWF, 2005, Environmental benchmarking for hotels

[12] Με βάση δεδομένα από τη μελέτη του Εργαστηρίου στη Σέριφο, στις περιοχές αμιγούς εξοχικής κατοικίας η μέση ετήσια κατανάλωση νερού είναι από 5 έως και 15 φορές μεγαλύτερη από αυτή των οικισμών (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/serifos-2/)  

[13] Τα δεδομένα των εκθέσεων ανά λεκάνη απορροής που έχουν εκπονηθεί ως απόρροια της συμμόρφωσης της χώρας μας στη οδηγία 60/2000 περιέχουν πολλές εκτιμήσεις (https://wfdver.ypeka.gr/el/home-gr/)

[14] S.Gossling and P.Peters, Assessing tourism’s global environmental impact 1900-2050, Journal of Sustainable Tourism, 23(5)

[15] https://www.synigoros.gr/el/category/ekdoseis-ek8eseis/post/eidikh-ek8esh-2024-or-biwsimh-toyristikh-anapty3h:-plaisio-ypodomes-poroi

[16] Αναλυτικότερη αποτύπωση της τουριστικής δραστηριότητας και του αποτυπώματος της καθώς και των συνεπειών στη κατάσταση του προορισμού υπάρχει στην Εκθεση Ελληνικού Τουρισμού του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου για το 2019 και στην υπό δημοσίευση έκθεση για το 2023 (https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/ekthesis_meletes/ektheseis/)

[17] https://cepr.org/voxeu/columns/regional-development-trap-europe

[18] General Secretariat of the Council, European Agenda for Tourism 2030, Council conclusions adopted on 1-12-2022, 15441/22 COMPET 969 / TOUR 78 )

[19] OECD (2020), Regional Policy for Greece Post-2020, OECD Territorial Reviews, OECD Publishing, Paris, https://doi.org/10.1787/cedf09a5-en.

[20] https://tourismobservatory-n.ba.aegean.gr/index.php/erevnes/

[21] Ο τρόπος που αναπτύχθηκε ο τουρισμός παγκόσμια και ιδιαίτερα στην Ελλάδα με ραχοκοκαλιά τις πολύ μικρές επιχειρήσεις είχε ως αποτέλεσμα τη διάχυση των ωφελειών στις τοπικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα, λόγω της ιδιαιτερότητας της χωροθέτησης του σε νησιωτικές, παράκτιες και γενικότερα μη αναπτυγμένες περιοχές, συνέβαλε στη χωρική διάχυση των ωφελειών στην ανατροπή της τάσης φυγής κλπ (Spilanis I, 1985, Tourisme et Dévelopment Régional. Le cas de la Grèce)

Βιώσιμος τουρισμός και συμμετοχή πολιτών: Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας στην ανάπτυξη του μέλλοντος Γιώτα Μοσχοπουλίδου - DTN

Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη απαιτεί ενεργό συμμετοχή των κατοίκων, διαφάνεια στη διακυβέρνηση και συνεργασία όλων των τοπικών φορέων. ...