Η ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΩΜΑΡΙΤΩΝ
Παρακολουθώντας την τοπική επικαιρότητα δεν μπορεί κανείς να μείνει αδιάφορος από την “εξέγερση” των Πλωμαριτών εξ αιτίας δύο γεγονότων που κάποιοι θα πουν ότι συνδέονται απόλυτα μεταξύ τους και άλλοι ότι απλά τυχαίνει να συμβαίνουν ταυτόχρονα: (α) η κατάργηση του Δήμου Πλωμαρίου με τη δημιουργία του Δήμου Λέσβου που οδηγεί (αναπόφευκτα άραγε;) στην υποβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρονται στους δημότες και (β) η κατάργηση – συγχώνευση σε επίπεδο νησιού των Δημόσιων Υπηρεσιών και των Υπηρεσιών Δημοσίου Συμφέροντος (Κοινής Ωφέλειας) όπως ΔΟΥ, γραφεία ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ
Η αγανάκτηση συνδέεται σίγουρα και με την σοβαρή κρίση που διανύουμε και πλήττει όλους περισσότερο ή λιγότερο, ενώ ο νέος Δήμος μη έχοντας την ευχέρεια για ανεξέλεγκτες δαπάνες όπως γινόταν μέχρι το 2010 δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα να εκτελέσει οποιοδήποτε έργο στη περιοχή αφού δεν υπάρχει κρατική χρηματοδότηση. Ακόμη και τα όποια έργα του ΕΣΠΑ που θα μπορούσαν να δώσουν μια ανάσα στη περιοχή καρκινοβατούν γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν ενεργοποιούνται. Η αφορμή όμως για κοινή αντίδραση των κατοίκων δόθηκε από την κατάργηση ενός «κεκτημένου δικαιώματος», τη πρόσβαση σε υπηρεσίες που θα πρέπει προσφέρονται σε επιχειρήσεις και πολίτες χωρίς να πρέπει να μετακινούνται μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.
Από τις δηλώσεις είτε των πρωταγωνιστών της εξέγερσης (δηλαδή των μελών του συντονιστικού), είτε των απλών πολιτών γίνεται φανερή η αγωνία της επιβίωσης των ίδιων και γενικότερα του τόπου τους. Ερώτημα είναι κατά πόσο η αγανάκτηση αυτή είναι δικαιολογημένη από όσα συμβαίνουν τώρα και προς τους σωστούς αποδέκτες ή αποτέλεσμα της καθοδήγησης όσων ψαρεύουν στα «θολά νερά» και κατά πόσο είναι πολύ καθυστερημένη γιατί θα έπρεπε οι Πλωμαρίτες να έχουν «αγανακτήσει» και «εξεγερθεί» πολλά χρόνια πριν όταν «κατέρρεε» οικονομικά και δημογραφικά η ευρύτερη περιοχή και οι «αρμόδιοι» δημοτικοί και νομαρχιακοί άρχοντες περί άλλα τύρβαζαν. Επομένως μπαίνει και το ερώτημα: προς ποιόν θα πρέπει να απευθυνθούν οι διαμαρτυρίες; Μόνο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση και το κεντρικό κράτος ή και προς όλους αυτούς που διαχειρίστηκαν την τοπική εξουσία τα τελευταία χρόνια για τις πράξεις και τις παραλήψεις τους. Είναι τυχαίο άραγε πως όλοι με ευκολία υποστηρίζουμε ότι «οι άλλοι φταίνε;». Μια εύκολη ελληνική πρακτική ώστε να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν.
Είναι γεγονός ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα της επαρχίας Πλωμαρίου είναι αρκετά παλαιό (προσωπικά το έχω μελετήσει από τη δεκαετία του ‘90) και τέθηκε ξανά στο σχετικό συνέδριο που οργάνωσε το «Πόλιον» την περασμένη άνοιξη. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με την μία ή την άλλη πρόταση που ακούστηκε, αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν δόθηκε καμία οργανωμένη συνέχεια σ’αυτή τη προσπάθεια από την τοπική αρχή ώστε, σε συνεργασία με όσους ενδιαφερθήκαμε να συνεισφέρουμε στον προβληματισμό και με τους πολίτες του τόπου, να προχωρήσει η επεξεργασία ενός ρεαλιστικού τοπικού σχεδίου που στη συνέχεια θα εντασσόταν στο ευρύτερο επιχειρησιακό σχέδιο που ο Δήμος όφειλε να έχει ήδη καταρτίσει.
Παρόμοιοι προβληματισμοί έχουν ακουστεί και σε άλλα μέρη του νησιού, αλλά και σε άλλα νησιά τα τελευταία 25 χρόνια μέσα από ανάλογες διαδικασίες στη προσπάθεια να βρεθεί τι φταίει για την οικονομική, δημογραφική και πολιτιστική καχεξία και κυρίως πως αντιμετωπίζονται τα αναπτυξιακά προβλήματα στη πλειοψηφία των νησιών.
Επειδή παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζει σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών νησιών, εκπονήθηκε πρόσφατα μελέτη για τον εντοπισμό των προβλημάτων και κυρίως για τη διερεύνηση της αναπτυξιακής στρατηγικής και της πρότασης των κατάλληλων πολιτικών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η απάντηση που δόθηκε δικαιώνει εν μέρει τους Πλωμαρίτες. Τα νησιά εξ αιτίας των ιδιαιτεροτήτων τους (μικρό μέγεθος, απομόνωση και περιφερειακότητα, ύπαρξη ιδιαίτερων, σημαντικών αλλά και εύθραυστων περιβαλλοντικών και πολιτιστικών πόρων) παρουσιάζουν χαμηλή ελκυστικότητα στη προσέλκυση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων και μονίμων κατοίκων. Το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις ενιαίες πολιτικές που εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε Ελλάδα και Ευρώπη χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά αυτά. Προτάθηκε λοιπόν η ανάπτυξη των νησιών να στηριχθεί στο εξής αλληλένδετο τρίπτυχο:
- «Ποιοτικά Νησιά» που θα εστιάζουν τη παραγωγή τους σε προϊόντα και υπηρεσίες ποιότητας που θα αξιοποιούν τους τοπικούς πόρους και θα απευθύνονται σε ειδικές αγορές
- «Πράσινα νησιά» που θα προστατεύουν και θα αξιοποιούν τους περιορισμένους φυσικούς πόρους που διαθέτουν
- «Νησιά ίσων ευκαιριών» που θα επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση των κατοίκων τους και των επιχειρήσεων τους σε όλες τις Υπηρεσίες Δημοσίου Συμφέροντος που είναι απαραίτητες με τρόπο ανάλογο με αυτό της ηπειρωτικής χώρας. Οι νησιώτες δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες 2ης κατηγορίας.
Τους δικαιώνει μόνο εν μέρει γιατί ενώ τόσα χρόνια οι υπηρεσίες αυτές υπήρχαν στη περιοχή, η «ερήμωση» της συνεχίστηκε εξ αιτίας λανθασμένων αναπτυξιακών επιλογών τόσο στον τουρισμό όσο και στη γεωργία που δεν αξιοποίησαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, αλλά προσπάθησαν να ακολουθήσουν πρότυπα άλλων περιοχών. Προσπάθειες για την ανάπτυξη του αγροτουρισμού, του περιπατητικού τουρισμού, του πολιτιστικού τουρισμού και του τουρισμού δραστηριοτήτων με έμφαση τα τοπικά χαρακτηριστικά δεν υποστηρίχθηκαν αν δεν πολεμήθηκαν, ενώ προσπάθειες για τυποποιημένα αγροτικά προϊόντα ποιότητας είχαν μετρημένους στα δάχτυλα θιασώτες. Οι πολλοί προτίμησαν τις επιδοτήσεις, την οικοδομή, τον κλασσικό τουρισμό παραλίας αλλά και τις μικρο-υποδομές που έφερναν «ζεστό χρήμα» στη περιοχή, αδιαφορώντας για την μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή τους προοπτική ακόμη μάλιστα και αν με τις επιλογές τους αυτές συχνά αλλοίωναν την πανέμορφη πόλη τους (ευτυχώς μόνο !!!! την παραλιακή της ζώνη) παρά τις αντίθετα υποδείξεις που γίνονταν χρόνια τώρα.
Σε ότι αφορά τις υπηρεσίες που σχεδιάζεται να πάψουν να λειτουργούν πέρα από την έδρα της πρωτεύουσας κάθε νομού (δυστυχώς) για λόγους εξοικονόμησης πόρων και μείωσης προσωπικού, θα πρέπει η δημοτική αρχή να φροντίσει μέσα από τη λειτουργία των αναβαθμισμένων ΚΕΠ σε κάθε δημοτική και κοινοτική ενότητα να παρέχει τόσο όλες τις δημοτικές υπηρεσίες όσο και τις αντίστοιχες υπηρεσίες τρίτων με πολυδύναμους υπαλλήλους και τις κατάλληλες προγραμματικές συμβάσεις. Παραδείγματα υπάρχουν από την εποχή που οι κοινοτικοί υπάλληλοι ήταν και ανταποκριτές του ΟΓΑ. Ας αξιοποιηθούν.
Η ενοποίηση της Λέσβου σε ένα Δήμο είναι μια επικίνδυνη ευκαιρία για ολόκληρο το νησί. Υπάρχουν αρμοδιότητες όπως είναι αυτές του αναπτυξιακού σχεδιασμού που ασκούσε προηγούμενα η Νομαρχία (τουριστική και αγροτική ανάπτυξη, οδικό δίκτυο και συγκοινωνίες, έκδοση αδειών υγειονομικού ενδιαφέροντος, πολεοδομία και περιβάλλον) που μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά σε επίπεδο νησιού (πχ. αξιοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων, τουριστική προβολή, λειτουργία ΧΥΤΥ κλπ). Υπάρχουν και οι καθημερινές συναλλαγές του πολίτη με τον Δήμο και τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας που δεν μπορεί παρά να ικανοποιούνται τοπικά χωρίς την δική του μετακίνηση. Είναι ένα στοίχημα οργάνωσης αλλά και πολιτικής βούλησης των νέων Δημοτικών Αρχών ώστε τα οφέλη από την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των Δήμων να είναι προς όφελος των πολιτών και της ανάπτυξης των νησιών και όχι το αντίθετο.
Η πρωτόγνωρη κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας συνολικά και κάθε περιοχή ξεχωριστά δεν αντέχει προσκόλληση σε παλιές συνταγές και συνήθειες που είχαν δείξει τα όρια τους. Απαιτεί συλλογική δημιουργική δράση, προσφορά και αλληλεγγύη με στόχο το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ευημερία. Χρειάζεται να βρεθούν νέοι τρόποι συνεργασιών, ένταση των προσπαθειών και όχι άγονοι ανταγωνισμοί.
Για τις λύσεις αυτές πρέπει να πεισθούμε οι πολίτες και να τις απαιτήσουμε.
Γιάννης Σπιλάνης,