Αγροτική ανάπτυξη στη Λέσβο. Υπάρχει ένας άλλος δρόμος;
Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθώντας τις ειδήσεις στα εθνικά και τοπικά μέσα ενημέρωσης (κυρίως τον γραπτό τύπο μια και ο ηλεκτρονικός ασχολείται με πιο «πιασάρικα» θέματα), διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει μεγάλη αγωνία στον αγροτικό κόσμο για τις πολύ χαμηλές τιμές των προϊόντων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται σχεδόν κάθε χρόνο στην επικαιρότητα από διάφορες ομάδες παραγωγών (μια και δεν αφορά τα ίδια προϊόντα κάθε χρόνο) και είναι απόλυτα «φυσιολογικό» φέτος να πάρει ιδιαίτερη ένταση εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει την κατανάλωση. Αντίθετα δεν ήταν λογικό να έχει συμβεί πέρσι όταν οι τιμές των πρώτων υλών διατροφής είχαν πάρει «φωτιά», δημιουργώντας παγκόσμια επισιτιστική κρίση. Όμως και πέρσι δεν ήταν οι παραγωγοί που καρπώθηκαν το «όφελος» από τις πολύ υψηλές τιμές, αλλά οι μεγάλες εταιρίες εμπορίας, επεξεργασίας και διάθεσης των τελικών προϊόντων στην αγορά.
Αν αυτή είναι η κατάσταση στη παγκόσμια αγορά -περιγραμμένη πολύ απλουστευτικά, έως απλοϊκά- ας ρίξουμε μια ματιά του τι συμβαίνει στη Λέσβο: τα δύο σημαντικότερα προϊόντα του νησιού, το λάδι και το γάλα, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα διάθεσης τους σε τιμές ικανοποιητικές για τους παραγωγούς. Η κατάσταση είναι απόλυτα φυσιολογική για όποιον επιχειρήσει να μελετήσει τις εξελίξεις των τελευταίων 20 χρόνων και τις αναλύσει με στοιχειώδεις οικονομικές γνώσεις. Ολες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τοπικά οδηγούσαν σ’αυτή τη κατάσταση με μαθηματική ακρίβεια. Ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε ορισμένα κρίσιμα σημεία τους.
Σε ότι αφορά στο γάλα, η λειτουργία του εργοστασίου του Κολιού έχει αναχθεί σε μείζον θέμα, γιατί από αυτό θα εξαρτηθεί αν οι παραγωγοί θα πουλήσουν το γάλα τους. Αυτή τη στιγμή ο Κολιός εμφανίζεται ως η καλύτερη λύση – έστω και αν πληρώνει το γάλα σε πολύ χαμηλή τιμή – γιατί οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ χειρότερες: είτε να μην πουληθεί καθόλου το γάλα, είτε να αγοραστεί σε ακόμη χαμηλότερη τιμή από εμπόρους – μεταξύ αυτών και ο Κολιός που έχει αποθηκευτικούς χώρους- για να πουληθεί σε εργοστάσια εκτός νησιού.
Ποιος φταίει για τη κατάσταση αυτή; Ο τελευταίος είναι ο Κολιός ή όποιος άλλος παραγωγός τυριών. Αυτοί είναι επιχειρηματίες και θέλουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Δεν φταίει ούτε ο Δήμος Μανταμάδου εφόσον θέλει να προστατέψει τον τόπο του. Φταίνε όμως οι τοπικές πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες για 2 λόγους:
- Που όταν ήρθε ο Κολιός να εγκατασταθεί στη Λέσβο «πανηγύριζαν» για τις ευκαιρίες ανάπτυξης για το νησί και τους κτηνοτρόφους, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να ανησυχούν για το κίνδυνο δημιουργίας μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου στην αγορά γάλακτος που θα οδηγούσε στη σημερινή κατάσταση.
- Που δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να «θωρακίσουν» τους παραγωγούς υποστηρίζοντας τους για παραγωγή πρώτης ύλης υψηλής ποιότητας και για τυποποίηση σε ποιοτικά προϊόντα που θα έβρισκαν θέση στην αγορά. Ποιος θα απολογηθεί σήμερα για τα παιχνίδια που έχουν γίνει με τις επιδοτήσεις, το εργοστάσιο γάλακτος, τη διακίνηση ζωοτροφών, το εργαστήριο ελέγχου ποιότητας γάλακτος, τα συνεταιριστικά εργοστάσια που έκλεισαν και άλλα πολλά; Ηταν πολύ εύκολο και ακουγόταν πολύ ευχάριστα στα αυτιά όλων να χρησιμοποιηθούν οι επιδοτήσεις για να «πέσει» χρήμα στην αγορά ώστε κανείς να μην σκέφτεται ότι ήταν τα χρήματα αυτά ήταν για τη βελτίωση της παραγωγής, ήταν για τη βελτίωση των προοπτικών και ότι δεν θα δίνονται για πάντα. Ηταν πολύ εύκολο να κλείσουν τα συνεταιριστικά εργοστάσια αφού δεν τα «βρίσκουν» οι παραγωγοί μεταξύ τους ώστε το εργοστάσιο να λειτουργεί με κανόνες και να παράγει σωστά προϊόντα με κερδοφορία, αλλά κανείς δεν εξήγησε τι θα συμβεί μακροχρόνια. Ποια είναι η πολιτική προβολής και προώθησης των τοπικών τυριών τόσο μέσα από τον τουρισμό όσο και απ’ευθείας σε άλλες –εθνικές κυρίως- αγορές; Πως αξιοποιήθηκε το σήμα ποιότητας «ΠΟΠ»;
Αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί στο λάδι. Χρόνια τώρα παρακολουθούμε ως θεατές να ανεβοκατεβαίνουν οι τιμές ανάλογα με τη ποσότητα λαδιού που παράγουν οι ανταγωνίστριες χώρες (μέχρι πρόσφατα μόνο της Μεσογείου αλλά σήμερα αυξάνει η παραγωγή από χώρες σε όλο το πλανήτη) και τις διαθέσεις των εμπόρων, ντόπιων και ξένων, που θησαυρίζουν χωρίς να παίρνουν κανένα ρίσκο. Εδώ η κατάσταση είναι περισσότερο πολύπλοκη και δύσκολη, μια και η αγορά είναι παγκοσμιοποιημένη και δεν υπάρχει ο αντίστοιχος «Κολιός» ούτε σε τοπικό αλλά δυστυχώς ούτε σε εθνικό επίπεδο με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να εξάγεται ατυποποίητο με ότι αυτό συνεπάγεται. Οι προτάσεις για χρηματοδότηση της αποθεματοποίησης από τη πλευρά των Ενώσεων που ακούγονται δεν αποτελούν παρά βραχυπρόθεσμες και πρόσκαιρες λύσεις, σε ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο.
Είμαστε σε θέση ως χώρα ή ως τόπος να βρούμε τρόπο για να μπούμε στη παγκόσμια αγορά των τυποποιημένων προϊόντων κλείνοντας τη ψαλίδα μεταξύ τιμής αγοράς από τον παραγωγό και τιμής πώλησης στον καταναλωτή (για προϊόντα ευρείας κατανάλωσης), ενώ παράλληλα να βγάλουμε στην αγορά προϊόντα ποιότητας δημιουργώντας ένα brand name «Λέσβος» ακολουθώντας επιτυχημένα παραδείγματα τόσο στην Ελλάδα όσο κυρίως στο εξωτερικό;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση είναι του κεντρικού κράτους που φρόντισε να «αποκοιμίσει» τους παραγωγούς ασκώντας με τις κοινοτικές επιδοτήσεις εύκολη «κοινωνική πολιτική» (η ανοχή στα πανωγραψίματα το επιβεβαιώνει), ενώ θα έπρεπε να προετοιμάζει το μέλλον δημιουργώντας τους μηχανισμούς εκείνους που θα στήριζαν μια βιώσιμη αγροτική παραγωγή. Όμως μόνο μια σωστή κεντρική πολιτική δεν θα λύσει τα προβλήματα. Χρειάζεται τοπική δράση που θα ξεκινά από τον παραγωγό της πρώτης ύλης και θα φτάνει μέχρι τη παραγωγή σωστού τελικού προϊόντος. Προϊόν που θα πρέπει να διατεθεί στην αγορά (με σύγχρονες και εστιασμένες δράσεις προβολής και προώθησης) σε καλή τιμή ώστε να μπορεί να αμειφθεί αντίστοιχα και ο παραγωγός της πρώτης ύλης.
Δεν υπάρχουν πλέον οι εύκολες αλλά κοντόφθαλμες λύσεις του παρελθόντος. Χρειάζεται να γίνουν κρίσιμες επιλογές και να χαραχθούν οι αντίστοιχες πολιτικές. Δυνατότητες υπάρχουν. Πολιτική βούληση;
Εμπρός, Δεκέμβριος 2008