ΖΗΤΕΙΤΑΙ …..ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ΙΙ)


Για να προχωρήσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, που να ετοιμάζει τα νησιά για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του 21ου αιώνα και όχι απλά να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του 20ου, χρειάζεται να γίνει υπέρβαση των σημερινών «κλισέ» και να υιοθετηθούν καινοτόμες ιδέες. Οι ιδέες αυτές θα πρέπει να μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά των νησιών από μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα, ώστε να βελτιώσουν την ελκυστικότητα τους, μέσα σ’ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να αρθρώνονται σε μια ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική.

Εφόσον τα νησιά δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά, παράγοντας προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλού κόστους (συμπεριλαμβανόμενου πλέον και του τουρισμού), αφού οι ανταγωνίστριες χώρες έχουν πολύ χαμηλό εργατικό και γενικότερα λειτουργικό κόστος, πρέπει να στραφούν στην ποιοτική και εξειδικευμένη (διαφοροποιημένη) παραγωγή, αξιοποιώντας τους φυσικούς και πολιτιστικούς τους πόρους, που αποτελούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.

Οι παρεμβάσεις στον τουρισμό είναι σήμερα περισσότερο από αναγκαίες. Η κρίση ποιότητας και ταυτότητας των ελληνικών προορισμών, που αποτυπώνεται, όχι μόνο με αυξομειώσεις στις αφίξεις, αλλά κυρίως  με τις τιμές των συμβολαίων με τους Tour-Operators, που σε πολλές περιπτώσεις έχουν κατέβει κάτω από τα 10€ ανά άτομο, δεν διορθώνονται απλά με περισσότερη διαφήμιση. Χρειάζονται ουσιαστικές παρεμβάσεις στο παραγόμενο προϊόν και στις επιμέρους δραστηριότητες που το απαρτίζουν, για να ξαναγίνει ανταγωνιστικό. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αποτελεί τον πρώτο άξονα, στον οποίο επικεντρώνεται η δράση των διαρθρωτικών ταμείων με βάση τους νέους κανονισμούς

Το προϊόν χρειάζεται διαφοροποίηση και εμπλουτισμό και αυτό μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει κάθε περιοχή. Η αξιοποίηση των πόρων (σ’αυτούς περιλαμβάνονται και η γαστρονομία, δηλαδή τρόφιμα – ποτά που αποτελούν τη βάση του α’γενούς τομέα και της μεταποίησης) μαζί με τα αναγκαία έργα υποδομής μπορεί να αποτελέσει έναν άξονα ολοκληρωμένης δράσης ενός επιχειρησιακού προγράμματος.

Οι προσφερόμενες δραστηριότητες, που συνδυαζόμενες σχηματίζουν το προϊόν, χρειάζονται ποιοτική αναβάθμιση. Τα τοπικά σύμφωνα ποιότητας και τα σήματα κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων μπορούν να δώσουν απάντηση στο διπλό πρόβλημα βελτίωσης της ποιότητας και διαφοροποίησης της παραγωγής. Μια δράση που ασφαλώς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άξονα παρέμβασης.

Ανάλογες παρεμβάσεις χρειάζονται και στον πρωτογενή τομέα: η επιβίωση του συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα παραγωγής προϊόντων που ξεχωρίζουν για την ποιότητα τους και τα τοπικά μοναδικά τους χαρακτηριστικά. Η ουσιαστική αξιοποίηση του συλλογικού κεφαλαίου που λέγεται λαδοτύρι Μυτιλήνης, κρασί Σάμου, φάβα Σαντορίνης, λάδι Ζακύνθου κλπ προς όφελος των παραγωγών αλλά και του συνόλου της τοπικής κοινωνίας χρειάζεται ειδική δράση, που το Υπουργείο Γεωργίας δεν φαίνεται ικανό να την υποστηρίξει.

Οι φυσικοί πόροι και το περιβάλλον γενικότερα, δεν αποτελούν μόνο τον 2ο σε σπουδαιότητα άξονα των διαρθρωτικών ταμείων. Αποτελούν, μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό, τους κρίσιμους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας, ειδικά στα νησιά, αφού σ’αυτούς στηρίζεται η τουριστική ανάπτυξη, αλλά και αυτή η επιβίωση των κατοίκων. Και εδώ χρειάζεται αλλαγή πλεύσης, από την υπερκατανάλωση των πόρων, σε πολιτικές εξοικονόμησης, ανακύκλωσης και γενικότερα καλύτερης διαχείρισης. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία παρέμβασης, που θα οδηγήσει σε επάρκεια νερού, σε μείωση του όγκου των σκουπιδιών, σε προστασία του τοπίου, σε καθαρότερες θάλασσες, αλλά και σε μικρότερης κλίμακας και κόστους έργα υποδομών.

Τομή χρειάζεται και η αντιμετώπιση του ανθρώπινου δυναμικού, υποστήριξης επιχειρηματιών, εργαζομένων και ανέργων αν θέλουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν δραστηριότητες στα νησιά και να σταματήσει η γήρανση του πληθυσμού που σε ορισμένα ίσως έχει πάρει διαστάσεις μη αναστρέψιμες. Τα προγράμματα πρέπει να ανασχεδιαστούν, να γίνουν ουσιαστικά και ευέλικτα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και να φτάνουν μέχρι και στο τελευταίο νησί. Οι νέες τεχνολογίες των υπολογιστών και των επικοινωνιών μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε προγράμματα συνεχούς κατάρτισης εργοδοτών, εργαζομένων και ανέργων από απόσταση.

Τα παραπάνω απαιτούν στροφή μακριά από το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο, που βασίζεται κύρια στη προσπάθεια προσέλκυσης χαμηλού κόστους τουρισμού αλλά και παραθερισμού το οποίο έχει ως άμεση συνέπεια την ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα και του εμπορίου, αλλά όχι του λοιπού παραγωγικού ιστού.

Βέβαια, η όλη συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στη δυνατότητα χρηματοδότησης από το 4ο ΚΠΣ ή άλλα προγράμματα. Χρειάζεται να διαμορφωθεί ένα πλέγμα παρεμβάσεων και θεσμικών (νομοθετικών) ρυθμίσεων, που άλλες αποτελούν αρμοδιότητα της ΕΕ και άλλες της ελληνικής κεντρικής διοίκησης, έτσι ώστε το συμφωνημένο «όραμα» να πάρει σάρκα και οστά. Εδώ ο ρόλος του Υπουργείου είναι καθοριστικός.

Πρέπει να μπορέσει να πείσει ότι η διαφορετικότητα του νησιωτικού χώρου απαιτεί ειδικές ρυθμίσεις σε πολλούς τομείς: από το πώς λειτουργεί η διοίκηση και πως κατανέμονται οι αρμοδιότητες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης (η θεώρηση του νησιού ως διοικητικής ενότητας με την υψηλότερη δυνατή διοικητική αυτοτέλεια), η πολιτική στους τομείς φορολογίας, η εφαρμογή της έννοιας των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος σε ότι αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, επικοινωνιών, ενέργειας, υγείας, παιδείας, κατάρτισης, κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι αξιόπιστες, να καλύπτουν τις ανάγκες επιχειρήσεων και να παρέχουν αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους. Τότε μόνο τα νησιά θα γίνουν ελκυστικά όχι μόνο για καλοκαιρινές διακοπές.

Η στροφή αυτή δεν μπορεί να γίνει εύκολα και γρήγορα, μια και προσκρούει σε αντιλήψεις και πρακτικές πολλών ετών, τόσο της διοίκησης, όσο και των επιχειρηματιών, αλλά και των απλών πολιτών. Επομένως, χρειάζεται άμεσα να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, ώστε να αναδειχθούν τα αδιέξοδα του σημερινού μοντέλου, οι αιτίες που τα προκαλούν, οι εναλλακτικές δυνατότητες και οι τρόποι χρηματοδότησης και εφαρμογής της νέας στρατηγικής. Χρειάζεται πάνω απ’όλα έναν φορέα που θα ενστερνιστεί τη πολιτική αυτή και θα αναλάβει τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της υλοποίησης της.

Μπορεί να εξυπηρετήσει τα όσα αναφέρθηκαν η συγχώνευση του Υπουργείου Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής με αυτό της Εμπορικής Ναυτιλίας; Μένει να αποδειχθεί αν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει έστω τον πρώτο προφανή στόχο για τον οποίο αποφασίσθηκε η συγχώνευση, δηλαδή να συμβάλλει στην αναβάθμιση της ακτοπλοΐας, αλλά και της τροφοδοσίας των νησιών που παρουσιάζουν τόσα προβλήματα τα τελευταία χρόνια.
Γιατί εξυπηρέτησε τους στόχους αυτούς τόσα χρόνια το αυτόνομο Υπουργείο, θα ρωτήσει ο δύσπιστος. Η απάντηση είναι ότι η αυτονομία δεν αποτελεί πανάκεια. Μέχρι τώρα, το πρόβλημα αποτελεσματικότητας του Υπουργείου Αιγαίου οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή μιας οριζόντιας ολοκληρωμένης Νησιωτικής Πολιτικής, δηλαδή μιας πολιτικής που «εμπλέκεται στα πόδια» των κλαδικών πολιτικών (Γεωργίας, Ενέργειας, Υγείας κλπ).

Επομένως, κυρίαρχο ερώτημα παραμένει το αν υπάρχει πολιτική βούληση για Νησιωτική Πολιτική. Αν απαντηθεί καταφατικά, τότε πρέπει να δημιουργηθεί  το κατάλληλο ειδικό διοικητικό σχήμα που θα επιτρέπει την εφαρμογή της: δύο πιθανές λύσεις θα μπορούσαν να είναι,
·         είτε ένα αυτόνομο Υπουργείο με ενισχυμένες αρμοδιότητες στην χάραξη και εφαρμογή πολιτικών και ανάλογη στελέχωση,  υποστηριζόμενο επιπλέον από ομάδα ειδικών επιστημόνων,
·         είτε η σύνδεση του με το ισχυρό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που έχει στην αρμοδιότητα του την περιφερειακή πολιτική της χώρας και μπορεί ευκολότερα να «επιβάλει» πολιτικές.

Ελπίζοντας ότι, έστω και μετά από 20 χρόνια, το Υπουργείο Αιγαίου θα βρεί το ρόλο του, ως φορέα παραγωγής νησιωτικής πολιτικής, αναμένομεν……

Εμπρός, Σεπτέμβριος 2007
ΖΗΤΕΙΤΑΙ …… ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ



Η αλλαγή φρουράς σε ένα Υπουργείο αποτελεί ευκαιρία για απολογισμό και αξιολόγηση του έργου που έχει υλοποιηθεί και σκέψεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον. Και δεν έχει τόση σημασία το τι λένε ο απερχόμενος και ο «εισερχόμενος» Υπουργός, όσο το τι λέει η κοινωνία- συνήθως μέσω των οργανωμένων εκφραστών της (βουλευτές, τοπικοί άρχοντες, επιχειρηματίες, πολιτιστικοί και αθλητικοί σύλλογοι κλπ)- που προσδοκά αντιμετώπιση των προβλημάτων της για μια καλύτερη ζωή.

Η αλλαγή φρουράς στο τέως Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής που έχασε το πρώτο του συνθετικό και ενσωματώθηκε στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας παρουσιάζει ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον ειδικά για εμάς τους νησιώτες. Παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί μετά από τα 22 χρόνια ύπαρξης του φαίνεται να μπαίνουν σε εφαρμογή οι σκέψεις που έχουν εκφραστεί πολλές φορές στο παρελθόν – σχεδόν κάθε φορά που υπήρχε νέα κυβέρνηση - για κατάργηση του. Ποιος δεν θυμάται τι συνέβη όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κ.Μητσοτάκης που αφού ανακοίνωσε πρώτα τη κατάργηση του, στη συνέχεια –και μετά από τις αντιδράσεις αιγαιοπελαγιτών πολιτικών, των επαγγελματικών φορέων και των υπαλλήλων- το ανέλαβε για να το αναβαθμίσει!!!!!!

Οι σκέψεις αυτές, που πολλές φορές έχουν γίνει και για το «αδελφό» Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, βασίζονται στις αμφιβολίες που έχουν κατά καιρούς εκφραστεί για τον αν σήμερα υφίστανται οι λόγοι που οδήγησαν στην ίδρυση των δύο αυτών ιδιότυπων «χωρικών» Υπουργείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι χωρικά υπουργεία υπήρξαν στο παρελθόν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες για αντιμετώπιση των ειδικών (πολιτικών και αναπτυξιακών) προβλημάτων που παρουσίαζαν οι αποικίες τους, που συχνά ήταν ….. νησιά!!!

Δεν νομίζω ότι κανείς θα αμφισβητήσει ότι και τα δύο Υπουργεία δημιουργήθηκαν κυρίως για πολιτικούς λόγους, τον εκ βορρά και τον εξ ανατολών κίνδυνο, αλλά και για αναπτυξιακούς. Όμως αν σκεφτεί καλύτερα και κάνει έναν σοβαρό απολογισμό του έργου τους τόσο σε θέματα πολιτικής όσο και σε θέματα ανάπτυξης, θα διαπιστώσει ότι το έργο τους είναι ιδιαίτερα «φτωχό» και μάλλον θα καταλήξει στη σκέψη ότι και τα δύο δημιουργήθηκαν κυρίως για λόγους επικοινωνιακούς και μάλιστα «εσωτερικής κατανάλωσης». Αλλωστε αυτός είναι ο λόγος της διατήρησης ως αυτόνομου του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης σήμερα .

Μα θα ρωτήσετε όποιο Υπουργείο δεν παράγει αξιόλογο έργο, δεν παράγει πολιτική θα πρέπει να καταργείται; Η απάντηση είναι ότι τα κλαδικά Υπουργεία (πχ. Παιδείας, Υγείας, Αγροτικής Ανάπτυξης) ακόμη και αν παράγουν κακή πολιτική και οι πολίτες είναι άκρως δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία τους – και είμαστε πολλοί σε αυτή τη κατηγορία- δεν μπορούν να «κλείσουν» γιατί έχουν να διεκπεραιώσουν ένα καθημερινό έργο διαχείρισης των αντίστοιχων τομέων.

Για τα «χωρικά» Υπουργεία δεν ισχύει το ίδιο για 2 λόγους:
-          πρώτο γιατί υπάρχουν τα κλαδικά υπουργεία που έχουν τις σχετικές αρμοδιότητες, περισσότερους υπαλλήλους και πολύ περισσότερα κονδύλια για την άσκηση της ίδιας πολιτικής. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι τα κεντρικά υπουργεία μπορούν να τα κάνουν περισσότερο αποτελεσματικά ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διαχείριση των υφιστάμενων και όχι για σχεδιασμό νέας ή ειδικής πολιτικής. Για παράδειγμα η σύλληψη, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της Εγνατίας Οδού δεν μπορούσε να ήταν ποτέ έργο του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
-          δεύτερο γιατί υπάρχουν οι περιφέρειες, οι αιρετές νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (που δεν υπήρχαν όταν ιδρύθηκαν τα Υπουργεία αυτά) και οι διευρυμένοι-ενισχυμένοι ΟΤΑ για την χρηματοδότηση και κατασκευή έργων τοπικής σημασίας (όπως πχ. η κατασκευή ενός λιμανιού, η χρηματοδότηση ενός βιολογικού, η επισκευή ενός μνημείου) ή για την επίλυση τοπικών προβλημάτων (πχ. κάλυψη κενών στα ιατρεία ή στα σχολεία, αύξηση των δρομολογίων των πλοίων).

Τα χωρικά Υπουργεία δεν έχουν λόγο ύπαρξης απλά για τη διαχείριση των προβλημάτων της καθημερινότητας είτε δια αιτημάτων του κ.Υπουργού στους συναδέλφους του (αυτό μπορεί και νομιμοποιείται να το κάνει ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης, ο Βουλευτής), είτε να χρηματοδοτήσει από τον ισχνό προϋπολογισμό τους (μικρότερο και από αυτόν ορισμένων μεγάλων νησιωτικών δήμων) έργα τοπικής σημασίας. Τα παραπάνω το μόνο που εξυπηρετούν είναι η ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων.

Τα χωρικά Υπουργεία έχουν λόγο ύπαρξης μόνο όταν υπάρχει αναγκαιότητα για ειδική πολιτική, απαραίτητη για να αντιμετωπίσει ειδικά προβλήματα που σχετίζονται με ειδικά χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης περιοχής. Και αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την αναγκαιότητα ύπαρξης Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης αφού είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί η αναγκαιότητα ειδικής πολιτικής (άραγε γιατί όχι και Ηπείρου που έχει και εξωτερικά σύνορα και αναπτυξιακά προβλήματα;), δεν ισχύει το ίδιο για την νησιωτική Ελλάδα. Οι ιδιαιτερότητες του νησιωτικού χώρου, η «νησιωτικότητα» όπως επικράτησε να λέγεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αν κανείς ανατρέξει σε αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ήδη από το Συμβούλιο Κορυφής της Ρόδου το 1989 με τον Α.Παπανδρέου), απαιτούν ειδική ολοκληρωμένη πολιτική. Ειδική πολιτική, που αν και κατ’επανάληψη ως χώρα έχουμε ζητήσει να θεσμοθετηθεί και να κατοχυρωθεί στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες (από τη συνθήκη  του Αμστερνταμ), το έχουμε κατοχυρώσει στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 101) και το έχουμε ενισχύσει με μετέπειτα τροποποιήσεις, αρνούμαστε να εφαρμόσουμε στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό δεν αποτελεί απλά άποψη του υπογράφοντα, αλλά άποψη και κοινοτικών παραγόντων κάθε φορά που η Ελλάδα ζητούσε εφαρμογή ευρωπαϊκής νησιωτικής πολιτικής.

Το Υπουργείο Αιγαίου (και Νησιωτικής Πολιτικής από το 2004), έχει δικαιολογήσει την ύπαρξη του μέσα από τη δράση του ώστε να θεωρείται πλήγμα η υποβάθμιση του ή ακόμα και η κατάργηση του;
Θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έγινε τα χρόνια αυτά. Ισως το σημαντικότερο απ’όλα να ήταν ότι συνέβαλε στην επικράτηση της έννοιας της «νησιωτικότητας» που εκφράζεται κύρια από 3 χαρακτηριστικά: μικρό μέγεθος, απομόνωση και περιφερειακότητα, ιδιαίτερο και εύθραυστο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθεί η «νησιωτική συνείδηση» (δημιουργία της Ενωσης Νησιωτικών Δήμων, της Ενωσης Μικρών Νησιών, του Επιμελητηριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Ελληνικών Νήσων – ΕΟΑΕΝ) αλλά και να μην υπάρχει αμφισβήτηση για τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στα νησιά. Οι φορείς αυτοί ζητούν ολοκληρωμένη πολιτική εδώ και χρόνια.

Ειδικές πολιτικές ή ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική προωθήθηκαν; Εδώ η απάντηση είναι μάλλον αρνητική αν και κατά καιρούς υπήρξαν δράσεις και προσπάθειες για οριζόντιες παρεμβάσεις που δεν είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν πρόβλημα ενός συγκεκριμένου νησιού, αλλά πρόβλημα περισσότερων νησιών που ήταν αποτέλεσμα της «νησιωτικότητας». Αναφέρουμε ορισμένες χωρίς ιεράρχηση –και ας μας συγχωρέσουν οι διατελέσαντες Υπουργοί αν ξεχνάμε κάτι σημαντικό, δεν γίνεται από λόγους σκοπιμότητας- :
-          κατασκευή δικτύου ελικοδρομίων στα μικρά νησιά για αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών
-          κατασκευή πρατηρίων καυσίμων στα μικρά νησιά (που μέχρι τότε η προμήθεια γίνονταν με πρωτόγονους τρόπους)
-          δημιουργία του προγράμματος Αστερίας (που συνέχεια εξελίχθηκε στα γνωστά σε όλους μας ΚΕΠ) για εξυπηρέτηση των νησιωτών χωρίς μετακίνηση στην έδρα του Νομού
-          δημιουργία εκδηλώσεων – θεσμών στους τομείς του αθλητισμού και του πολιτισμού (αγώνες Στίβου, κωπηλασίας, θεάτρου κλπ) που είχαν ως στόχο την τόνωση της τοπικής «παραγωγής» και την έξοδο από τον λήθαργο που επιβάλουν η γήρανση του πληθυσμού, η απομόνωση, το life-style και η τηλεόραση.
-          Προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα από σχετική νομοθεσία και χρηματοδότηση (κήρυξη νησιών ως περιοχών φυσικού κάλους και οικισμών ως διατηρητέων, δημιουργία δικτύου μουσείων κλπ) με στόχο την προστασία του μοναδικού κεφαλαίου των νησιών από την άκρατη και κοντόφθαλμη οικοδόμηση.

Αποτελεί σχήμα οξύμωρο ότι από τότε που το Υπουργείο Αιγαίου έγινε …και Νησιωτικής Πολιτικής, πρακτικά δεν «είδαμε» απολύτως καμία προσπάθεια εφαρμογής ελληνικής νησιωτικής πολιτικής. Τώρα που συγχωνεύτηκε  με το Εμπορικής Ναυτιλίας να περιμένουμε βελτίωση ή κατάργηση;;;;;;

Σε ότι αφορά στο ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας νησιωτικής πολιτικής και με ποιο οργανωτικό σχήμα μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα ο στόχος, θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο.


ΕΜΠΡΟΣ, Σεπτέμβριος 2009

Προτάσεις για αλλαγές στη νομοθεσία που διέπει την παραχώρηση απλής χρήσης αιγιαλού και την συνεπή εφαρμογή της.

 Προς:  Κ. Κωνσταντίνο Χατζηδάκη, Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών,  Κ. Θεόδωρο Σκυλακάκη, Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κοι...