ΖΗΤΕΙΤΑΙ …..ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ΙΙ)
Για να προχωρήσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, που να ετοιμάζει τα νησιά για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων του 21ου αιώνα και όχι απλά να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του 20ου, χρειάζεται να γίνει υπέρβαση των σημερινών «κλισέ» και να υιοθετηθούν καινοτόμες ιδέες. Οι ιδέες αυτές θα πρέπει να μεταμορφώνουν τα χαρακτηριστικά των νησιών από μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα, ώστε να βελτιώσουν την ελκυστικότητα τους, μέσα σ’ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να αρθρώνονται σε μια ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική.
Εφόσον τα νησιά δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά, παράγοντας προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλού κόστους (συμπεριλαμβανόμενου πλέον και του τουρισμού), αφού οι ανταγωνίστριες χώρες έχουν πολύ χαμηλό εργατικό και γενικότερα λειτουργικό κόστος, πρέπει να στραφούν στην ποιοτική και εξειδικευμένη (διαφοροποιημένη) παραγωγή, αξιοποιώντας τους φυσικούς και πολιτιστικούς τους πόρους, που αποτελούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα.
Οι παρεμβάσεις στον τουρισμό είναι σήμερα περισσότερο από αναγκαίες. Η κρίση ποιότητας και ταυτότητας των ελληνικών προορισμών, που αποτυπώνεται, όχι μόνο με αυξομειώσεις στις αφίξεις, αλλά κυρίως με τις τιμές των συμβολαίων με τους Tour-Operators, που σε πολλές περιπτώσεις έχουν κατέβει κάτω από τα 10€ ανά άτομο, δεν διορθώνονται απλά με περισσότερη διαφήμιση. Χρειάζονται ουσιαστικές παρεμβάσεις στο παραγόμενο προϊόν και στις επιμέρους δραστηριότητες που το απαρτίζουν, για να ξαναγίνει ανταγωνιστικό. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αποτελεί τον πρώτο άξονα, στον οποίο επικεντρώνεται η δράση των διαρθρωτικών ταμείων με βάση τους νέους κανονισμούς
Το προϊόν χρειάζεται διαφοροποίηση και εμπλουτισμό και αυτό μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση των πόρων που διαθέτει κάθε περιοχή. Η αξιοποίηση των πόρων (σ’αυτούς περιλαμβάνονται και η γαστρονομία, δηλαδή τρόφιμα – ποτά που αποτελούν τη βάση του α’γενούς τομέα και της μεταποίησης) μαζί με τα αναγκαία έργα υποδομής μπορεί να αποτελέσει έναν άξονα ολοκληρωμένης δράσης ενός επιχειρησιακού προγράμματος.
Οι προσφερόμενες δραστηριότητες, που συνδυαζόμενες σχηματίζουν το προϊόν, χρειάζονται ποιοτική αναβάθμιση. Τα τοπικά σύμφωνα ποιότητας και τα σήματα κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων μπορούν να δώσουν απάντηση στο διπλό πρόβλημα βελτίωσης της ποιότητας και διαφοροποίησης της παραγωγής. Μια δράση που ασφαλώς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άξονα παρέμβασης.
Ανάλογες παρεμβάσεις χρειάζονται και στον πρωτογενή τομέα: η επιβίωση του συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα παραγωγής προϊόντων που ξεχωρίζουν για την ποιότητα τους και τα τοπικά μοναδικά τους χαρακτηριστικά. Η ουσιαστική αξιοποίηση του συλλογικού κεφαλαίου που λέγεται λαδοτύρι Μυτιλήνης, κρασί Σάμου, φάβα Σαντορίνης, λάδι Ζακύνθου κλπ προς όφελος των παραγωγών αλλά και του συνόλου της τοπικής κοινωνίας χρειάζεται ειδική δράση, που το Υπουργείο Γεωργίας δεν φαίνεται ικανό να την υποστηρίξει.
Οι φυσικοί πόροι και το περιβάλλον γενικότερα, δεν αποτελούν μόνο τον 2ο σε σπουδαιότητα άξονα των διαρθρωτικών ταμείων. Αποτελούν, μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό, τους κρίσιμους παράγοντες της αναπτυξιακής διαδικασίας, ειδικά στα νησιά, αφού σ’αυτούς στηρίζεται η τουριστική ανάπτυξη, αλλά και αυτή η επιβίωση των κατοίκων. Και εδώ χρειάζεται αλλαγή πλεύσης, από την υπερκατανάλωση των πόρων, σε πολιτικές εξοικονόμησης, ανακύκλωσης και γενικότερα καλύτερης διαχείρισης. Χρειάζεται άλλη φιλοσοφία παρέμβασης, που θα οδηγήσει σε επάρκεια νερού, σε μείωση του όγκου των σκουπιδιών, σε προστασία του τοπίου, σε καθαρότερες θάλασσες, αλλά και σε μικρότερης κλίμακας και κόστους έργα υποδομών.
Τομή χρειάζεται και η αντιμετώπιση του ανθρώπινου δυναμικού, υποστήριξης επιχειρηματιών, εργαζομένων και ανέργων αν θέλουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν δραστηριότητες στα νησιά και να σταματήσει η γήρανση του πληθυσμού που σε ορισμένα ίσως έχει πάρει διαστάσεις μη αναστρέψιμες. Τα προγράμματα πρέπει να ανασχεδιαστούν, να γίνουν ουσιαστικά και ευέλικτα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και να φτάνουν μέχρι και στο τελευταίο νησί. Οι νέες τεχνολογίες των υπολογιστών και των επικοινωνιών μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε προγράμματα συνεχούς κατάρτισης εργοδοτών, εργαζομένων και ανέργων από απόσταση.
Τα παραπάνω απαιτούν στροφή μακριά από το σημερινό αναπτυξιακό μοντέλο, που βασίζεται κύρια στη προσπάθεια προσέλκυσης χαμηλού κόστους τουρισμού αλλά και παραθερισμού το οποίο έχει ως άμεση συνέπεια την ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα και του εμπορίου, αλλά όχι του λοιπού παραγωγικού ιστού.
Βέβαια, η όλη συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στη δυνατότητα χρηματοδότησης από το 4ο ΚΠΣ ή άλλα προγράμματα. Χρειάζεται να διαμορφωθεί ένα πλέγμα παρεμβάσεων και θεσμικών (νομοθετικών) ρυθμίσεων, που άλλες αποτελούν αρμοδιότητα της ΕΕ και άλλες της ελληνικής κεντρικής διοίκησης, έτσι ώστε το συμφωνημένο «όραμα» να πάρει σάρκα και οστά. Εδώ ο ρόλος του Υπουργείου είναι καθοριστικός.
Πρέπει να μπορέσει να πείσει ότι η διαφορετικότητα του νησιωτικού χώρου απαιτεί ειδικές ρυθμίσεις σε πολλούς τομείς: από το πώς λειτουργεί η διοίκηση και πως κατανέμονται οι αρμοδιότητες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης (η θεώρηση του νησιού ως διοικητικής ενότητας με την υψηλότερη δυνατή διοικητική αυτοτέλεια), η πολιτική στους τομείς φορολογίας, η εφαρμογή της έννοιας των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος σε ότι αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, επικοινωνιών, ενέργειας, υγείας, παιδείας, κατάρτισης, κοινωνικής πρόνοιας. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι αξιόπιστες, να καλύπτουν τις ανάγκες επιχειρήσεων και να παρέχουν αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους. Τότε μόνο τα νησιά θα γίνουν ελκυστικά όχι μόνο για καλοκαιρινές διακοπές.
Η στροφή αυτή δεν μπορεί να γίνει εύκολα και γρήγορα, μια και προσκρούει σε αντιλήψεις και πρακτικές πολλών ετών, τόσο της διοίκησης, όσο και των επιχειρηματιών, αλλά και των απλών πολιτών. Επομένως, χρειάζεται άμεσα να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, ώστε να αναδειχθούν τα αδιέξοδα του σημερινού μοντέλου, οι αιτίες που τα προκαλούν, οι εναλλακτικές δυνατότητες και οι τρόποι χρηματοδότησης και εφαρμογής της νέας στρατηγικής. Χρειάζεται πάνω απ’όλα έναν φορέα που θα ενστερνιστεί τη πολιτική αυτή και θα αναλάβει τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση της υλοποίησης της.
Μπορεί να εξυπηρετήσει τα όσα αναφέρθηκαν η συγχώνευση του Υπουργείου Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής με αυτό της Εμπορικής Ναυτιλίας; Μένει να αποδειχθεί αν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει έστω τον πρώτο προφανή στόχο για τον οποίο αποφασίσθηκε η συγχώνευση, δηλαδή να συμβάλλει στην αναβάθμιση της ακτοπλοΐας, αλλά και της τροφοδοσίας των νησιών που παρουσιάζουν τόσα προβλήματα τα τελευταία χρόνια.
Γιατί εξυπηρέτησε τους στόχους αυτούς τόσα χρόνια το αυτόνομο Υπουργείο, θα ρωτήσει ο δύσπιστος. Η απάντηση είναι ότι η αυτονομία δεν αποτελεί πανάκεια. Μέχρι τώρα, το πρόβλημα αποτελεσματικότητας του Υπουργείου Αιγαίου οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή μιας οριζόντιας ολοκληρωμένης Νησιωτικής Πολιτικής, δηλαδή μιας πολιτικής που «εμπλέκεται στα πόδια» των κλαδικών πολιτικών (Γεωργίας, Ενέργειας, Υγείας κλπ).
Επομένως, κυρίαρχο ερώτημα παραμένει το αν υπάρχει πολιτική βούληση για Νησιωτική Πολιτική. Αν απαντηθεί καταφατικά, τότε πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο ειδικό διοικητικό σχήμα που θα επιτρέπει την εφαρμογή της: δύο πιθανές λύσεις θα μπορούσαν να είναι,
· είτε ένα αυτόνομο Υπουργείο με ενισχυμένες αρμοδιότητες στην χάραξη και εφαρμογή πολιτικών και ανάλογη στελέχωση, υποστηριζόμενο επιπλέον από ομάδα ειδικών επιστημόνων,
· είτε η σύνδεση του με το ισχυρό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που έχει στην αρμοδιότητα του την περιφερειακή πολιτική της χώρας και μπορεί ευκολότερα να «επιβάλει» πολιτικές.
Ελπίζοντας ότι, έστω και μετά από 20 χρόνια, το Υπουργείο Αιγαίου θα βρεί το ρόλο του, ως φορέα παραγωγής νησιωτικής πολιτικής, αναμένομεν……
Εμπρός, Σεπτέμβριος 2007